Dioscoride: livre 3
Sommaire
- 1 agarikon
- 2 rha
- 3 gentianê
- 4 aristolokheia
- 5 glukurrhiza
- 6 kentaureion mega
- 7 kentaureion lepton
- 8 khamaileôn leukos
- 9 khamaileôn melas
- 10 krokodeileon
- 11 dipsakos
- 12 akantha leukê
- 13 akantha Arabikê
- 14 skolumos
- 15 potirrion
- 16 akanthion
- 17 akanthos
- 18 anônis
- 19 leukakantha
- 20 tragakantha
- 21 êrungê
- 22 aloê
- 23 apsinthion
- 24 habrotonon
- 25 hussôpos
- 26 stoikhas
- 27 origanos Hêrakleôtikê
- 28 onitis
- 29 agrioriganos
- 30 tragoriganos
- 31 glêkhôn
- 32 diktamnon
- 33 elelisphakon
- 34 hêduosmon
- 35 kalaminthê
- 36 thumos
- 37 thumbra
- 38 herpullos
- 39 sampsoukhon
- 40 melilôtos
- 41 sisumbrion
- 42 mâron
- 43 akinos
- 44 bakkharis
- 45 pêganon
- 46 pêganon agrion
- 47 môlu
- 48 panakes Hêrakleion
- 49 panakes Asklêpieion
- 50 panakes Kheirônion
- 51 ligustikon
- 52 staphulinos agrios
- 53 seseli
- 54 tordilon
- 55 sinôn
- 56 anêsson
- 57 karô
- 58 anêthon
- 59 kuminon hêmeron
- 60 kuminon agrion
- 61 kuminon agrion (heteron genos)
- 62 ami
- 63 korion
- 64 selinon kêpaion
- 65 hierakion
- 66 oreoselinon
- 67 petroselinon
- 68 hipposelinon
- 69 smurnion
- 70 elaphoboskon
- 71 marathon
- 72 hippomarathon
- 73 daukos
- 74 purethros
- 75 delphinion
- 76 libanôtis
- 77 libanôtis (rhousmarinon)
- 78 sphondulion
- 79 narthêx
- 80 peukedanon
- 81 melanthion
- 82 silphion
- 83 sagapênon
- 84 euphorbion
- 85 khalbanê
- 86 ammôniakon
- 87 sarkokolla
- 88 glaukion
- 89 kolla
- 90 ikhthuokolla
- 91 ixos
- 92 aparinê
- 93 alusson
- 94 asklêpias
- 95 atraktulis
- 96 poluknêmon
- 97 klinopodion
- 98 leontopetalon
- 99 Teukrion
- 100 khamairôps
- 101 leukas
- 102 lukhnis stephanômatikê
- 103 lukhnis agria
- 104 krinon
- 105 ballôtê
- 106 melissophullon
- 107 prasion
- 108 stakhus
- 109 phullitis
- 110 phalangion
- 111 triphullon
- 112 polion
- 113 skordion
- 114 bêkhion
- 115 artemisia
- 116 ambrosia
- 117 botrus
- 118 geranion
- 119 gnaphallion
- 120 tuphê
- 121 kirkaia
- 122 oinanthê
- 123 konuza
- 124 hêmerokalles
- 125 leukoion
- 126 krataiogonon
- 127 phullon
- 128 orkhis
- 129 orkhis heteros
- 130 saturion
- 131 horminon
- 132 hêdusaron
- 133 onosma
- 134 numphaia
- 135 androsakes
- 136 asplênos
- 137 hêmionitis
- 138 anthullis
- 139 anthemis
- 140 parthenion
- 141 bouphthalmon
- 142 glukusidê
- 143 lithospermon
- 144 phalêris
- 145 eruthrodanon
- 146 lonkhitis
- 147 lonkhitis hetera
- 148 althaia
- 149 alkaia
- 150 kannabis
- 151 kannabis agria
- 152 anaguros
- 153 kêpaia
- 154 alisma
- 155 onobrukhis
- 156 huperikon
- 157 askuron
- 158 androsaimon
- 159 koris
- 160 khamaipitus
3.Arg.1
Ἐν μὲν τοῖς πρὸ τούτου βιβλίοις, φίλτατε Ἄρειε, παρεδώ-
καμεν περὶ ἀρωμάτων καὶ ἐλαίων καὶ μύρων καὶ δένδρων καὶ
τῶν ἀπ' αὐτῶν καρπῶν τε καὶ δακρύων, ἔτι τε ζῴων καὶ σιτη-
ρῶν καὶ λαχάνων καὶ τῶν δριμύτητα κεκτημένων βοτανῶν· ἐν δὲ
τούτῳ τρίτῳ ὑπάρχοντι περὶ ῥιζῶν καὶ χυλισμάτων καὶ βοτα-
νῶν καὶ σπερμάτων συμφύλων τε καὶ φαρμακωδῶν ἐπελευσό-
μεθα.
agarikon
3.1.1 <ἀγαρικόν>· ῥίζα φέρεται σιλφίῳ ἐμφερής, οὐ πυκνὴ τὴν ἐπιφάνειαν ὥσπερ τὸ σίλφιον, ἀραιὰ δέ ἐστιν ὅλη. ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν ἄρρεν τὸ δὲ θῆλυ, ὧν διαφέρει τὸ θῆλυ ἔχον κτηδόνας εὐθείας ἐντός, τὸ δὲ ἄρρεν περιφερές τέ ἐστι καὶ πανταχόθεν συμ- φυές· γεύσει δὲ ἀμφότερα ὅμοια, κατ' ἀρχὰς μὲν γλυκάζοντα, εἶτα
3.1.2 ἐξ ἀναδόσεως ἔμπικρα. γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἀγαρίᾳ τῆς Σαρματικῆς· λέγουσι δὲ οἱ μὲν φυτοῦ ῥίζαν εἶναι, τινὲς δὲ ἐν φηγίνοις δέν- δρεσι κατὰ σῆψιν γίνεσθαι, καθάπερ καὶ οἱ μύκητες ἐπιφύον- ται. γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῇ κατὰ Ἀσίαν Γαλατίᾳ καὶ Κιλικίᾳ ἐπὶ τῶν κέδρων, εὔθρυπτον μέντοι καὶ ἀσθενὲς τῇ δυνάμει.
3.1.3 ἔστι δὲ στυπτικόν, θερμαντικόν, ποιοῦν πρός τε στρόφους καὶ ὠμότητας, ῥήγματά τε καὶ πτώματα, ὀβολῶν δυεῖν πλῆθος μετὰ οἰνομέλιτος διδόμενον ἀπυρέτοις, πυρέσσουσι δὲ ἐν μελι- κράτῳ· καὶ ἡπατικοῖς δὲ καὶ ἀσθματικοῖς καὶ δυσουροῦσι καὶ νεφριτικοῖς καὶ ἰκτεριώδεσι καὶ ὑστερικαῖς πνιξὶ καὶ κακοχροίαις ὡς δραχμὴ μία διδόμενον, φθισικοῖς δὲ μετὰ γλυκέος, σπληνι- κοῖς δὲ μετ' ὀξυμέλιτος, στομαχικοῖς δὲ ὡς ἔστι διαμασώμενον καὶ καταπινόμενον μηδενὸς ὑγροῦ ἐπιρροφουμένου, ὁμοίως δὲ καὶ
3.1.4 ὀξυρεγμιῶσιν. ἵστησι δὲ καὶ αἵματος ἀναγωγὰς ὁλκὴ τριω- βόλου μεθ' ὕδατος λαμβανόμενον· ποιεῖ καὶ πρὸς ἰσχίων καὶ ἄρθρων ἀλγήματα καὶ ἐπιλημψίας μετ' ὀξυμέλιτος λαμβανομένου τοῦ ἴσου πλήθους. ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ ταῖς ἐμπνευματου- μέναις ὑστέραν γυναιξὶν ὠφελίμως τὸ ἴσον δίδοται. λύει δὲ καὶ ῥῖγος πρὸ τῆς ἐπισημασίας διδόμενον, καθαίρει δὲ καὶ κοι-
3.1.5 λίαν δραχμὴ μία ἢ δύο μετὰ μελικράτου πινόμενον. ἔστι δὲ καὶ θανασίμων ἀντίδοτος μετὰ κράματος δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ λαμβανόμενον, καὶ πρὸς ἑρπετῶν δὲ πληγὰς καὶ δήγματα ὁλκὴ τριωβόλου μετ' οἴνου πινόμενον βοηθεῖ· καὶ καθόλου πρὸς τὰ ἐντὸς πάντα πάθη ἁρμόζει πρὸς δύναμιν καὶ ἡλικίαν διδόμενον, οἷς μὲν μεθ' ὕδατος, οἷς δὲ μετ' οἴνου ἢ ὀξυμέλιτος ἢ μελικράτου.
____________________
Identifications proposées :
- Polyporus laricis (mâle), Polyporus igniarius (femelle) (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
rha
3.2.1 <ῥᾶ>· οἱ δὲ ῥῆον καλοῦσι. γεννᾶται ἐν τοῖς ὑπὲρ Βό- σπορον τόποις, ὅθεν καὶ κομίζεται. ῥίζα μέλαινα, κενταυρείῳ τῷ μεγάλῳ ἐοικυῖα, μικροτέρα μέντοι καὶ ἐνερευθεστέρα, ἄνοσμος, χαύνη, ὑπόκουφος. ἔστι δὲ αὐτοῦ κράτιστον τὸ ἀτερηδόνιστον ἔγγλισχρόν τε κατὰ τὴν γεῦσιν μετ' ἀνειμένης στύψεως δια- μασηθέν τε ἔνωχρον καὶ χροκίζον ποσῶς τῷ χρώματι.
3.2.2 ποιεῖ δὲ πινόμενον πρὸς ἐμπνευματώσεις στομάχου, ἀτο- νίαν, ἄλγημα παντοῖον, σπάσματα, ῥήγματα, σπληνικούς, ἡπα- τικούς, νεφριτικούς, στροφουμένους καὶ τὰ περὶ κύστιν καὶ θώρακα καὶ ὑποχονδρίων ἐντάσεις καὶ τὰ περὶ ὑστέραν πάθη, ἰσχιάδας, αἵματος πτύσεις, ἄσθματα, λυγμούς, δυσεντερίας, κοι-
3.2.3 λιακὰς διαθέσεις, περιόδους, θηρίων δήγματα. δώσεις δὲ ὁμοίως τῷ ἀγαρικῷ πρὸς ἕκαστον πάθος, τῇ αὐτῇ ὁλκῇ καὶ ὑγροῖς χρώμενος. αἴρει δὲ καὶ πελιώματα καὶ λειχῆνας μετ' ὄξους καταχρισθὲν καὶ φλεγμονὰς πάσας διαχεῖ χρονίας σὺν ὕδατι καταπλασσόμενον. ἡ δὲ ἀνωτάτη δύναμις αὐτοῦ στυ- πτικὴ μετὰ ποσῆς θερμασίας.
____________________
RV: ῥᾶ· οἱ δὲ ῥῆον, οἱ δὲ ῥήαν καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι ῥᾶ Πόντικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Rheum ribes (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- Rheum officinale (LSJ)
____________________
RV: rhâ ; certains l'appellent rhêon, certains rhêan, les Romains rha Ponticum.
gentianê
3.3.1 <γεντιανή>· δοκεῖ μὲν ὑπὸ πρώτου εὑρῆσθαι Γέντιδος, τοῦ Ἰλλυριῶν βασιλέως, ἀφ' οὗ καὶ τὴν προσωνυμίαν ἔσχηκεν· ἧς φύλλα τὰ μὲν πρὸς τῇ ῥίζῃ καρύᾳ ἢ ἀρνογλώσσῳ ὅμοια, ὑπέρυθρα, τὰ δ' ἐν μέσῳ τῷ καυλῷ καὶ μάλιστα τὰ κατ' ἄκρον ἐπεσχισμένα μικρῶς. καυλὸς δὲ κενός, λεῖος, πάχος δακτύλου, τὸ δὲ ὕψος δίπηχυς, γόνασι διειλημμένος, ἐκ δια- στημάτων μειζόνων περικείμενος τὰ φύλλα· καρπὸν δὲ ἔχει ἐν κάλυξι πλατύν, κοῦφον, ἀχυρώδη, πρὸς τὸν τοῦ σφονδυλίου, ῥίζαν μακράν, ὁμοίαν ἀριστολοχείᾳ <τῇ μακρᾷ>, παχεῖαν, πικράν. γεννᾶ- ται δὲ ἐν ὑψηλοτάταις ἀκρωρείαις καὶ συσκίοις τόποις καὶ ἐνύ- δροις.
3.3.2 δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα θερμαντικήν, στυπτικήν· βοηθεῖ δὲ θηριοδήκτοις ποτιζομένη δραχμῶν δυεῖν πλῆθος μετὰ πεπέ- ρεως καὶ πηγάνου καὶ οἴνου, τοῦ δὲ χυλίσματος ὅσον δραχμὴ μία, καὶ πρὸς ὀδύνας πλευρῶν, πτώματα, στρέμματα, ῥήγματα· εὐθετεῖ καὶ ἡπατικοῖς, στομαχικοῖς πινομένη μεθ' ὕδατος. ἐκβάλλει δὲ ἔμβρυα ἡ ῥίζα ὡς κολλύριον προστιθεμένη· ἔστι δὲ τραυματικὴ ἐπιτιθεμένη ὡς τὸ λύκιον ὑπονόμων τε ἑλκῶν ἴαμα, καὶ μάλιστα τὸ χύλισμα, καὶ ὀφθαλμῶν ἐπίχρισμα φλεγ- μαινόντων. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ δριμέα τῶν κολλυρίων τὸ χύλισμα ἀντὶ μηκωνίου· ἔστι δὲ καὶ ἀλφῶν σμηκτικὸν ἡ ῥίζα.
3.3.3 χυλίζεται δὲ θλασθεῖσα καὶ βραχεῖσα ἐν ὕδατι ἐπὶ ἡμέρας πέντε, εἶτα ἑψηθεῖσα ἐν τῷ ὕδατι, ἄχρις ἂν ὑπερέχωσιν αἱ ῥίζαι, καὶ μετὰ τὸ ψυγῆναι τὸ ὕδωρ διηθεῖται δι' ὀθονίου καὶ ἕψε- ται, ἄχρι οὗ ἂν γένηται μελιτῶδες τῇ συστάσει, καὶ ἀποτίθεται ἐν ὀστρακίνῳ ἀγγείῳ.
____________________
RV: γεντιανή· οἱ δὲ κενταύρειος ῥίζα, οἱ δὲ ἀλόη Γαλ- λική, οἱ δὲ νάρκη, οἱ δὲ Χειρώνιον, Δάρδανοι ἀλοῖτις, Ῥωμαῖοι γεντιάνα, Θοῦσκοι κικένδα, οἱ δὲ κομιτιάλις.
____________________
Identifications proposées :
- Gentiana lutea, Gentiana purpurea (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
aristolokheia
3.4.1 <ἀριστολοχεία>· ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν ταῖς λοχοῖς. ἔστι δὲ ἡ μέν τις στρογγύλη, θή- λεια καλουμένη· φύλλα δὲ ἔχει κισσοειδῆ, εὐώδη μετὰ δριμύτη- τος, ὑποστρόγγυλα, ἁπαλὰ περὶ πολλοῖς βλαστοῖς ἐκ μιᾶς ῥίζης, τὰ δὲ κλήματα ἐπιμήκη, ἄνθη λευκά, οἱονεὶ πιλίσκους, τὸ δ' ἐν
3.4.2 αὐτοῖς ἐρυθρόν, δυσῶδες. ἡ δὲ μακρὰ ἀριστολοχεία ἄρρην κα- λεῖται καὶ δακτυλῖτις, ἔχουσα φύλλα ἐπιμηκέστερα τῆς στρογ- γύλης καὶ τὰ κλωνία λεπτά, ὡς σπιθαμῆς τὸ μέγεθος, ἄνθος πορφυροῦν, δυσῶδες, ὅπερ ἐξανθῆσαν ἀπίῳ παραπλήσιον γίνε- ται. ῥίζα δὲ τῆς μὲν στρογγύλης περιφερής, γογγυλίδι ὁμοία, ἡ δὲ τῆς μακρᾶς δακτύλου τὸ πάχος ἔχει, σπιθαμιαία ἢ καὶ μείζων· ἀμφότεραι δὲ τὰ πολλὰ πυξοειδεῖς ἔνδοθεν, πικραὶ
3.4.3 τὴν γεῦσιν καὶ βρωμώδεις. ἔστι δέ τις καὶ τρίτη, μακρά, ἥτις καὶ κληματῖτις καλεῖται, κλωνία ἔχουσα λεπτά, φύλλοις ὑπο- στρογγύλοις ἀειζῴου <τοῦ> μικροῦ ἐοικόσι περίπλεα, ἄνθη ἐοι- κότα πηγάνῳ, ῥίζας μακροτάτας, λεπτάς, φλοιὸν ἐχούσας παχὺν καὶ ἀρωματίζοντα, ἰδίως χρησιμευούσας μυρεψοῖς εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις.
3.4.4 ποιεῖ δὲ πρὸς μὲν τὰ ἄλλα φάρμακα ἡ στρογγύλη, πρὸς δὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ θανάσιμα ἡ μακρὰ δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ πινο- μένη μετ' οἴνου καὶ καταπλασσομένη καὶ τὰ ἐν μήτρᾳ συνιστά- μενα πάντα λοχεῖα καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει ποθεῖσα μετὰ πεπέρεως καὶ σμύρνης· καὶ ἐν πεσσῷ δὲ προστεθεῖσα τὰ
3.4.5 αὐτὰ δρᾷ. ἡ δὲ στρογγύλη ποιεῖ μὲν πρὸς ἃ καὶ ἡ προειρη- μένη, ἐκ περισσοῦ δὲ βοηθεῖ ἄσθματι, λυγμῷ, ῥίγει, σπληνί, ῥήγμασι, σπάσμασιν, ἀλγήμασι πλευρᾶς ποθεῖσα μεθ' ὕδατος. ἀνάγει δὲ σκόλοπας, ἀκίδας <καὶ> λεπίδας ὀστῶν καταπλασσομένη ἀφίστησι καὶ σηπεδόνας περιχαράσσει καὶ τὰ ῥυπαρὰ περικα- θαίρει ἕλκη καὶ τὰ κοῖλα πληροῖ σὺν ἴριδι καὶ μέλιτι· σμήχει δὲ καὶ οὖλα καὶ ὀδόντας. δοκεῖ δὲ καὶ ἡ κληματῖτις πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖν, ἐλαττοῦται μέντοι τῇ δυνάμει τῶν προειρημένων.
____________________
RV: ἀριστολοχεία μακρά· οἱ δὲ μηλόκαρπον, οἱ δὲ πύξινον, Ῥωμαῖοι ἀριστολόχιαμ.
ἀριστολοχεία στρογγύλη· οἱ δὲ ἁδρὰ ῥίζα, οἱ δὲ μηλόκαρπον, οἱ δὲ φευξίκτερος, οἱ δὲ Ἐφεσία, οἱ δὲ ἐρεχθῖτις, οἱ δὲ πύξι- νον, Δάρδανοι σωπῖτις, Αἰγύπτιοι σοβοέφ, Ῥωμαῖοι τέρραι μάλουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Aristolochia rotunda, Aristolochia longa, Aristolochia clematitis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'aristoloche tire son nom du fait qu'elle passe pour exceller à faciliter les accouchements. Il y a une sorte appelée femelle qui est ronde ; elle a des feuilles analogues au lierre, fortement aromatiques et un peu arrondies, tendres autour de nombreuses pousses naissant d'une seule racine ; ses rameaux sont longs, ses fleurs blanches ressemblent à des petits bonnets. Leur partie rouge est fétide.
L'aristoloche longue est appelée mâle ou dactylitis ; elle a des feuilles plus allongées que la ronde et les rameaux fins, de la taille d'un empan ; la fleur est pourpre, fétide, et prend la forme d'une poire quand elle flétrit. La racine de la ronde est globuleuse comme un navet, alors que celle de la longue a l'épaisseur d'un doigt et la longueur d'un empan ou davantage. Les deux sont pour l'essentiel comme le buis à l'intérieur, amères et infectes.
Il y en a aussi une troisième, longue, appelée également klêmatitis (la sarmenteuse) ; elle a des pousses fines, pleines de feuilles arrondies comme la joubarbe, elle fleurit comme la rue et a des racines très longues et fines avec une écorce épaisse et aromatique ; ces denières sont particulièrement utiles aux parfumeurs pour fixer leurs parfums.
RV: aristoloche longue, ou mêlokarpon, ou puxinon (jaune comme le buis), ou aristolochiam chez les Romains.
aristoloche ronde, ou adra rhiza (grosse racine), ou mêlokarpon, ou pheuxikteros (qui fait fuir la jaunisse ?), ou Eresia, ou erekhtitis, ou puxinon, ou sôpitis chez les Dardes, soboef chez les Egyptiens, terrae malum chez les Romains. (trad. MC.)
glukurrhiza
3.5.1 <γλυκύρριζα>· οἱ δὲ Ποντικὴν ῥίζαν, οἱ δὲ γεντια- νήν, οἱ δὲ Σκύθιον, οἱ δὲ ἄδιψον, <οἱ δὲ σύμφυτον> καλοῦσι· γεννᾶται πλείστη ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Πόντῳ. ἔστι δὲ θαμνί- σκος ῥάβδους ἔχων διπήχεις, περὶ αἷς τὰ φύλλα πυκνά, ἐοικότα σχίνῳ, λιπαρὰ καὶ κολλώδη ἁψαμένῳ· τὸ δὲ ἄνθος ὑακίνθῳ ὅμοιον, καρπὸς δὲ πλατάνου σφαιρίων μέγεθος, τραχύτερος, λοβοὺς ἔχων ὡς φακοῦ, πυρρούς, μικρούς· ῥίζαι μακραί, πυ- ξοειδεῖς ὡς γεντιανῆς, ὑπόστρυφνοι, γλυκεῖαι, χυλιζόμεναι ὥσπερ τὸ λύκιον.
3.5.2 ποιεῖ δὲ τὸ χύλισμα πρὸς τραχύτητας ἀρτηρίας· δεῖ δὲ ὑποτιθέντας τῇ γλώσσῃ ἀποχυλίζειν. ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς καῦσον στομάχου καὶ πρὸς τὰ ἐν θώρακι καὶ ἥπατι ψωριάσεις τε κύστεως καὶ νεφρίτιδας πινόμενον μετὰ γλυκέος ἄδιψόν τέ ἐστιν ἀποχυλιζόμενον καὶ τραυματικὸν περιχριόμενον καὶ στο- ματικὸν διαμασώμενον· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τῶν ῥιζῶν προσφά- των πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει. ἡ δὲ ῥίζα ξηρὰ λειοτριβηθεῖσα πτερυγίοις κατάπαστος ἐπιτήδειός ἐστιν.
____________________
RV: γλυκύρριζα· οἱ δὲ Ποντικὴ <ῥίζα>, οἱ δὲ γλυ- κήρατον, οἱ δὲ γλυκύφυτον, οἱ δὲ Σκύθιον, οἱ δὲ ἄδιψον, οἱ δὲ σύμφυτον, οἱ δὲ λεοντίδα, οἱ δὲ κόλυθρα, οἱ δὲ † λιβυεστασο, οἱ δὲ ὤμοιν, οἱ δὲ πέενθα, οἱ δὲ σεμεθεώρ, Ῥωμαῖοι δουλκιράδιξ.
____________________
Identifications proposées :
- Glycyrrhiza glabra (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La réglisse (litt. "racine douce", glukurrhiza), appelée aussi "racine du Pont", "gentiane", "herbe de Scythie", "herbe qui désaltère", "consoude", croît sur tout en Cappadoce et au Pont. C'est un petit buisson à rameaux de deux coudées - (= 0,88 m) -, densément garnis de feuilles ressemblant à celles du lentisque, grasses et visqueuses au toucher ; la fleur est semblable à celle de la jacinthe, le fruit, de la taille des glomérules de platane, assez rude, avec des gousses comme celles de la lentille, rousses, petites ; les racines sont longues, couleur de buis comme celles de la gentiane, un peu astringentes, sucrées ; on en extrait le suc comme du lukion. (trad. Suzanne Amigues)
= Glycyrrhiza glabra L. et Glycyrrhiza echinata L.
lukion : cf. I, 100, où ce lukion est décrit comme une espèce indienne, probablement l’Acacia catechu Willd. ; de ses gousses est extrait le suc qui porte le nom de cachou. (note Suzanne Amigues)
kentaureion mega
3.6.1 <κενταύρειον τὸ μέγα>· οἱ δὲ νάρκην, <οἱ δὲ γεντια- νὴν> καλοῦσι. φύλλα ἔχει καρύᾳ βασιλικῇ ἐοικότα, προμήκη, χρώματι χλωρὰ ὡς κράμβης· τὸ δὲ περιφερὲς αὐτῶν ἐντέτμηται ὥσπερ πρίων· καυλὸν δὲ ἔχει ὡς λάπαθον, δίπηχυν ἢ καὶ τρίπηχυν, παραφυάδας ἀπὸ τῆς ῥίζης ἔχοντα πολλάς, ἐφ' ὧν κεφαλαὶ ὅμοιαι μήκωνι, ὑπομήκεις ἐν τῷ περιφερεῖ, ἄνθος κυανίζον· καρπὸς δὲ ὅμοιος κνήκῳ, ἐγκείμενος ὥσπερ ἐν ἐριώ- δεσι τοῖς ἄνθεσι, ῥίζα παχεῖα, στερεά, βαρεῖα, περὶ πήχεις δύο, μεστὴ χυλοῦ, δριμεῖα μετὰ ποσῆς στύψεως καὶ γλυκύτητος,
3.6.2 ὑπέρυθρος· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ χυλὸς ἐρυθρός. φιλεῖ δὲ λιπαρὰν γῆν, εὐήλιον, δρυμοὺς καὶ γεώλοφα· πλεονάζει δὲ ἐν Λυκίᾳ καὶ ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου ἐν Ἤλιδι καὶ Ἀρκαδίᾳ καὶ Μεσσηνίᾳ καὶ περὶ Φολόην καὶ Λύκαιον καὶ Κυλλήνην. ἁρμόζει δὲ ἡ ῥίζα ῥήγμασι, σπάσμασι, πλευριτικοῖς, δυς- πνοίᾳ, βηχὶ παλαιᾷ, αἱμοπτυϊκοῖς, ἀπυρέτοις μὲν μετ' οἴνου, πυρέσσουσι δὲ μεθ' ὕδατος δραχμῶν δυεῖν πλῆθος τῆς ῥίζης διδόμενον καὶ πρὸς στρόφους ὁμοίως καὶ ὑστέρας ἀλγήματα.
3.6.3 ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα εἰς σχῆμα κολλυρίου ξυσθεῖσα καὶ προστεθεῖσα τῇ ὑστέρᾳ· ὁ δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ. ἔστι δὲ καὶ τραυματική, ὑγρὰ μὲν κοπεῖσα, ξηρὰ δὲ προβραχεῖσα καὶ οὕτως κοπεῖσα· συνάγει γὰρ καὶ κολλᾷ, καὶ τὰ ἑψόμενα δὲ κρέα συν- άγει, ἐάν τις αὐτὴν κόψας συνεψήσῃ. οἱ δὲ ἐν Λυκίᾳ χυλί- ζοντες χρῶνται αὐτῷ ἀντὶ λυκίου.
____________________
RV: κενταύρειον τὸ μέγα· οἱ δὲ νάρκην καλοῦσιν, οἱ δὲ λιμνήσιον, οἱ δὲ Μαρώνιον, οἱ δὲ Πελεθρονιάς, οἱ δὲ χει- ρωνιάς, οἱ δὲ λίμνηστις, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι φέλ τέρραι, οἱ δὲ οὐ<ερ>νίφερα.
____________________
Identifications proposées :
- Centaurea centaurion L. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kentaureion lepton
3.7.1 <κενταύρειον τὸ λεπτὸν ἢ μικρόν>, ὅ τινες λι- μνήσιον καλοῦσιν, ἐπειδὴ ἐνίκμους φιλεῖ τόπους. ἡ πόα ὑπερικῷ καὶ ὀριγάνῳ παραπλήσιος, καυλὸν ἔχουσα ὑπὲρ σπι- θαμήν, γεγωνιωμένον· ἄνθη ἐν τῷ φοινικῷ ὑποπόρφυρα πρὸς τὰ τῆς λυχνίδος, φύλλα μικρά, ὑπομήκη, ὥσπερ πηγάνου, καρ- πὸς πυροῖς ὅμοιος, ῥίζα μικρά, ἄχρηστος, γευομένῳ δὲ ἐμποιεῖ πικρίαν.
3.7.2 αὕτη κοπτομένη χλωρὰ καὶ καταπλασσομένη τραυμάτων ἐστὶ κολλητικὴ καὶ ἀνακαθαρτικὴ ἑλκῶν παλαιῶν καὶ ἀπουλωτική· ἀφεψηθεῖσα δὲ καὶ πινομένη ἄγει κατὰ κοιλίαν χολώδη καὶ παχέα, ἔγκλυσμά τε τὸ ἀφέψημα αὐτῆς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν ἁρμό- διον, ἄγον αἷμα καὶ κουφίζον. ὁ δὲ χυλὸς πρός τε τὰ ὀφθαλμικὰ εὔχρηστος, ἀποκαθαίρων τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις σὺν μέ- λιτι, καὶ ἐν προσθέτῳ ἐμμήνων ἀγωγὸς καὶ ἐμβρύων· ποθεὶς δὲ ἁρμόζει τοῖς περὶ νεῦρα πάθεσιν ἰδίως.
3.7.3 χυλίζεται δὲ συλλεγομένη ἡ πόα ἐγκύμων σπέρματος καὶ ἀποβρεχομένη ἡμέρας πέντε, εἶτα ἕψεται, ἄχρι ἂν ὑπερέχῃ τὸ ὕδωρ· εἶτα ψυγὲν ὑλίζεται δι' ὀθονίου ῥιφθείσης τῆς πόας καὶ πάλιν ἕψεται μέχρι μελιτώδους συστάσεως. ἔνιοι δὲ χλωρὰν ἐγκύμονα αὐτὴν κόψαντες ἐκθλίβουσι τὸν χυλὸν καὶ βαλόντες εἰς κεραμεοῦν ἀκώνιστον ἀγγεῖον ἐν ἡλίῳ συστρέφουσι, κι- νοῦντες ἀεὶ ξύλῳ καὶ τὸ περιπηγνύμενον ἀποξύοντες καὶ τῷ ὑγρῷ μίσγοντες σκεπάζοντές τε νυκτὸς ἐπιμελῶς· ἡ γὰρ δρό- σος κωλυτικὴ τῆς τῶν ὑγρῶν χυλῶν συστάσεως καθέστηκεν.
3.7.4 ὅσα μὲν οὖν ἐκ ξηρῶν τῶν ῥιζῶν ἢ βοτανῶν χυλίζεται, ἑψόμενα σκευάζεται ὡς ἡ γεντιανή· ὅσα δ' ἐκ φλοιῶν ὑγρῶν ἢ ῥιζῶν ἢ βοτανῶν ἐκθλιβομένων, ἐν ἡλίῳ συστρέφεται, ὡς προεί- ρηται. οὕτως καὶ ἡ θαψία καὶ μανδραγόρας καὶ ὀμφάκιον καὶ τὰ ὅμοια τούτοις χυλίζεται· λύκιον μέντοι καὶ ἀψίνθιον καὶ ὑποκιστὶς καὶ τὰ ὅμοια τούτοις ἑψόμενα συστρέφεται, ὅνπερ τρόπον προείρηται.
____________________
RV: κενταύρειον τὸ μικρόν· οἱ δὲ λιμνήσιον, οἱ δὲ ἐλλεβορίτης, οἱ δὲ ἀμάραντον, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι φεβριφούγιαμ, οἱ δὲ ἕρβα μουλτιράδιξ, Δάκοι τούλ- βηλα.
____________________
Identifications proposées :
- Erythraea centaurium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
khamaileôn leukos
3.8.1 <χαμαιλέων λευκός>, ὃν ἔνιοι ἰξίαν καλοῦσι διὰ τὸ ἔν τισι τόποις ἰξὸν εὑρίσκεσθαι πρὸς ταῖς ῥίζαις αὐτοῦ, ᾧ καὶ ἀντὶ μαστίχης αὐτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται. ἔχει φύλλα ὅμοια σιλλύβῳ ἢ σκολύμῳ, τραχύτερα μέντοι καὶ ὀξύτερα καὶ ἰσχυρότερα τοῦ μέλανος· καυλὸν δ' οὐκ ἔχει, ἀλλὰ ἀφίησιν ἐκ τοῦ μέσου ἄκανθαν ὁμοίαν ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἢ κινάρᾳ, ἄνθη δὲ πορφυ- ροειδῆ, ὥσπερ τρίχας ἐκπαππουμένας, καρπὸν δὲ κνήκῳ παρα- πλήσιον, ῥίζαν ἐν μὲν τοῖς εὐγείοις γεωλόφοις παχεῖαν, ἐν δὲ τοῖς ὀρεινοῖς ἰσχνοτέραν, λευκὴν διὰ βάθους, ὑπαρωματίζουσαν,
3.8.2 βαρύοσμον, γλυκεῖαν, ἥτις ποθεῖσα ἄγει ἕλμιν πλατεῖαν. ὅσον δὲ ὀξυβάφου πλῆθος λαμβάνεται ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ μετὰ ὀρι- γάνου ἀποζέματος· καὶ ὑδρωπικοῖς δὲ ἐπιτηδείως δίδοται ὁλκὴ σὺν οἴνῳ ποθεῖσα – ἰσχναίνει γὰρ αὐτούς – καὶ πρὸς δυσουρίαν τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πίνεται. ἔστι δὲ καὶ θηριακὴ σὺν οἴνῳ πο- θεῖσα, ἀποκτείνει καὶ κύνας καὶ ὗς καὶ μύας σὺν ἀλφίτῳ πε- φυραμένη καὶ ὑδρελαίῳ διεθεῖσα.
____________________
RV: χαμαιλέων λευκός· οἱ δὲ χρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ ἰξίαν, Ῥωμαῖοι κάρδους οὐαριάνους, οἱ δὲ σπίνεα κάρδους, οἱ δὲ λάκτεα κάρδους, Αἰγύπτιοι ἐφθήρ, οἱ δὲ ἐφεοσεχίν.
____________________
Identifications proposées :
- Atractylis gummifera (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
khamaileôn melas
3.9.1 <ὁ δὲ μέλας>, ὃν ἔνιοι οὐλοφόνον ἢ ἰξίαν ἢ κυνό- <ζολον ἢ κυνό>μαζον ἢ ὠκιμοειδὲς ἐκάλεσαν, καὶ αὐτὸς τοῖς φύλλοις σκολύμῳ ἔοικεν, ἐλάττονα μέντοι καὶ λεπτότερα καὶ διέρυθρα ἔχει ταῦτα· καυλὸν δὲ ἀνίησι δακτύλου τὸ πάχος, σπιθαμιαῖον, ὑπέρυθρον, ἐφ' οὗ σκιάδιον καὶ ἄνθη ἀκανθώδη, λεπτά, ὑακινθοειδῆ, ποικίλα. ῥίζα δὲ παχεῖα, μέλαινα, πυκνή, ἐνίοτε καὶ βεβρωμένη, σχισθεῖσα· δὲ ὑπόξανθος, διαμασηθεῖσα δηκτική. φύεται δ' ἐν πεδίοις ξηροῖς καὶ βουνώδεσι τόποις καὶ παραθαλασσίοις.
3.9.2 δύναται δὲ ἡ ῥίζα λεία, μιγέντος αὐτῇ χαλκάνθου ὀλίγου καὶ κεδρίνου ἐλαίου καὶ ὀξυγγίου, ψώρας ἐξάγειν· σμήχει δὲ καὶ λειχῆνας θεῖον καὶ ἄσφαλτον προσλαβοῦσα καὶ συνεψη- θεῖσα ὄξει καὶ καταχρισθεῖσα· καὶ διακλυζόμενον δὲ τὸ ἀφέ- ψημα αὐτῆς ὀδονταλγίας παύει, μετ' ἴσου δὲ πεπέρεως καὶ κηροῦ περιπλαττομένη τοῖς ἀλγοῦσιν ὀδοῦσι βοηθεῖ· καὶ πυ- ριῶνται δὲ δι' αὐτῆς οἱ ὀδόντες καθεψηθείσης σὺν ὄξει καὶ καταντληθείσης, προσαγομένη δὲ διὰ γραφείου θερμὴ τῷ ἀλ-
3.9.3 γοῦντι ὀδόντι θρύπτει αὐτόν. ἔφηλιν δὲ ἀποκαθαίρει καὶ ἀλ- φοὺς μετὰ θείου· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς δυνάμεσι καὶ τὰ φαγεδαινικὰ ἕλκη καὶ τὰ τεθηριωμένα καταπλασθεῖσα ἀνα- σκευάζουσα θεραπεύει. ὠνόμασται δὲ χαμαιλέων διὰ τὸ ποικίλον τῶν φύλλων· εὑρίσκεται γὰρ ἢ λίαν χλωρὰ ταῦτα ἢ ὑπόλευκα ἢ κυανοειδῆ ἢ ἐρυθρὰ παρὰ τὰς τῶν τόπων διαφοράς.
____________________
RV: χαμαιλέων μέλας· οἱ δὲ πάγκαρπος, οἱ δὲ οὐλο- φόνον, οἱ δὲ ἰξίαν, οἱ δὲ κυνόμαζον, οἱ δὲ ὠκιμοειδές, οἱ δὲ Κνίδιος κόκκος, οἱ δὲ κυνόζολον, οἱ δὲ ὀζύα, Ῥωμαῖοι κάρδους νίγρα, οἱ δὲ οὐερνιλάγω, οἱ δὲ οὐστιλάγω, Αἰγύπτιοι σοβέλ.
____________________
Identifications proposées :
- Cardopatium corymbosum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
krokodeileon
3.10.1 <κροκοδείλεον>· ὅμοιόν ἐστι τῷ μέλανι χαμαιλέοντι. φύεται δὲ ἐν τόποις δρυμώδεσι, ῥίζαν ἔχον μακράν, ἐλαφράν, ὑπόπαχυν, ὀσμὴν δριμεῖαν, ὁμοίαν καρδάμῳ. ἰσχύει δὲ ἡ ῥίζα ζεσθεῖσα ἐν ὕδατι καὶ πινομένη ἄγειν πολὺ αἷμα διὰ ῥωθώνων· δίδοται δὲ καὶ σπληνικοῖς ἐνεργῶς ὠφελοῦσα.
____________________
RV: κροκοδειλέα ἢ κροκοδείλεον.
____________________
Identifications proposées :
- Eryngium maritimum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
dipsakos
3.11.1 <δίψακος>· τῶν ἀκανθωδῶν ἐστι καὶ αὕτη. καυλὸν δὲ ἔχει ὑψηλόν, ἀκανθώδη, καὶ φύλλα περιειληφότα τὸν καυ- λόν, ἐμφερῆ θρίδακι, δύο καθ' ἕκαστον γόνυ, προμήκη, ἀκαν- θώδη καὶ αὐτά, ὥσπερ τινὰς πομφόλυγας ἐπὶ μέσης τῆς ῥά- χεως ἔσωθέν τε καὶ ἔξωθεν ἔχοντα ἀκανθώδεις, κοιλάδας δὲ περὶ τὰ συναφῆ τῶν φύλλων, ὥστε ὕδατα ἀπὸ τῶν ὄμβρων καὶ τῶν δρόσων συλλέγειν, ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἵλκυσεν· ἐπ' ἄκρου δὲ τοῦ καυλοῦ καθ' ἑκάστην ἀπόφυσιν κεφαλὴ μία ἐοικυῖα ἐχίνῳ, ὑπομήκης, ἀκανθώδης, ξηρανθεῖσα δὲ λευκὴ φαίνεται· ἔχει δὲ καὶ σκωλήκια κατὰ μέσην τὴν ἐντεριώνην διαιρεθεῖσα ἡ κεφαλή.
3.11.2 ἡ δὲ ῥίζα ταύτης ἐν οἴνῳ ἀφεψηθεῖσα καὶ κοπεῖσα, ὡς πάχος κηρωτῆς λαβεῖν, τὰς ἐν δακτυλίῳ ῥαγάδας καὶ σύριγγας ἐντιθεμένη θεραπεύει· ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὸ φάρμακον εἰς χαλκῆν πυξίδα. φασὶ δὲ καὶ μυρμηκιῶν αὐτὸ καὶ ἀκροχορδόνων ἴαμα εἶναι. οἱ δ' ἐν τῇ κεφαλῇ σκώληκες εἰς κυστίδα ἐνδεόμενοι καὶ περιαπτόμενοι τραχήλῳ ἢ βραχίονι ἱστοροῦνται τεταρταϊ- κοὺς ἀποθεραπεύειν.
____________________
RV: δίψακον· οἱ δὲ κροκοδείλιον, οἱ δὲ χαμαιλέων, οἱ δὲ ὀνοκάρδιον, οἱ δὲ Ἀφροδίτης λουτρόν, Ῥωμαῖοι λάβρουμ Βένερις, οἱ δὲ κάρδουμ Βένερις, οἱ δὲ κόνχα Βένερις, οἱ δὲ κίκερ ῥούστικουμ, οἱ δὲ σεντίκλουμ, οἱ δὲ μούρρα Διάνε, οἱ δὲ οἰτίσκα, Αἰγύπτιοι σεμεώρ, οἱ δὲ χήρ, οἱ δὲ εἰμέλητα, Δάκοι σκιάρη, Ὀσθάνης χέρβαθε.
____________________
Identifications proposées :
- Dipsacus fullonum, Dipsacus silvestris (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
akantha leukê
3.12.1 <ἄκανθα λευκή>· φύεται ἐν ὄρεσι καὶ ὑλώδεσι τό- ποις, φύλλα ἔχουσα χαμαιλέοντι ἐμφερῆ λευκῷ, στενότερα δὲ καὶ λευκότερα, ὑποδασέα καὶ ἀκανθώδη, καυλὸν ὑπὲρ δύο πή- χεις, δακτύλου τοῦ μεγάλου ἢ καὶ μεῖζον πάχος, ὑπόλευκον, κενόν· ἐπ' ἄκρου δὲ αὐτοῦ κεφαλὴ πρόσεστιν ἀκανθώδης, ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής, πλὴν ἐλάσσων καὶ ὑπομήκης, ἄνθη πορ- φυρᾶ, ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς κνῆκος, στρογγυλώτερον δέ.
3.12.2 ταύτης ἡ ῥίζα πινομένη ποιεῖ πρὸς αἱμοπτυϊκούς, στομα- χικούς, κοιλιακοὺς οὖρά τε κινεῖ καταπλάσσεταί τε πρὸς οἰδή- ματα· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς πρὸς ὀδονταλγίας ποιεῖ δια- κλυζόμενον, τὸ δὲ σπέρμα πινόμενον παιδίοις σπωμένοις βοηθεῖ καὶ ἑρπετοδήκτοις. φασὶ δ' ὅτι περίαπτον ἐξ αὐτοῦ θηρία διώκει.
____________________
RV: ἄκανθα λευκή· οἱ δὲ ἀγριοκινάραν, οἱ δὲ δονα- κῖτις, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, Ῥωμαῖοι σπίνα ἄλβα, οἱ δὲ ῥήγια, οἱ δὲ κάρδους ῥαμπτάρια.
____________________
Identifications proposées :
- Cnicus ferox ou Cnicus acarna (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Chardon blanc (akantha leukê) : Pousse dans les lieux montagneux et boisés. Il a des feuilles qui font penser au chardon à glu (khamaileon leukos), mais plus étroites et plus blanches, un peu poilues et épineuses, une tige de plus de deux coudées, de la grosseur du pouce ou davantage, blanchâtre, creuse ; à son extrémité s'attachent un capitule épineux, qui fait penser à un oursin, quoique plus petit et un peu allongé, et des fleurs pourpres, qui renferment la graine, pareille à celle du carthame, mais plus ronde. (trad. Suzanne Amigues)
akantha Arabikê
3.13.1 <ἄκανθα Ἀραβική>· ἐοικυίας φύσεως δοκεῖ τῇ λευκῇ ἀκάνθῃ εἶναι στύφουσα, καὶ πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον καὶ πρὸς ἀναγωγὴν αἵματος καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ῥευματισμοὺς ἡ ῥίζα παραπλησίως εὐθετεῖ.
____________________
RV: ἄκανθα Ἀραβική· οἱ δὲ ἀκανθίς, Ῥωμαῖοι σπίνα.
____________________
Identifications proposées :
- Notobasis syriaca (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le chardon d'Arabie (akantha Arabikê) paraît être d'une nature semblable à celle du "chardon blanc", astringent, et sa racine est de même un bon remède aux pertes des femmes, aux hémoptysies et autres flux. (trad. Suzanne Amigues)
skolumos
3.14.1 <σκόλυμος>· φύλλα ἔχει μεταξὺ χαμαιλέοντος καὶ τῆς λευκῆς ἀκάνθης λεγομένης, μελάντερα δὲ καὶ παχύτερα· καυλὸν δὲ ἀνίησι μακρόν, περίπλεον φύλλων, ἐφ' οὗ κεφαλὴ ἀκανθώδης· ῥίζα δὲ ὕπεστι μέλαινα, παχεῖα, ἧς καὶ ἡ δύναμις. ποιεῖ δὲ πρὸς τοὺς ἔχοντας τὰς μασχάλας καὶ τὸ λοιπὸν σῶμα δυσῶδες ἑψηθεῖσα ἐν οἴνῳ καὶ πινομένη· ἄγει δὲ οὖρα πολλὰ καὶ δυσώδη. ἡ δὲ πόα ἀρτιφυὴς οὖσα λαχανεύεται ἑφθὴ ὥσπερ ἀσπάραγος.
____________________
RV: σκόλυμος· οἱ δὲ φέρ<β>ουσα, οἱ δὲ πυράκανθα, Ῥωμαῖοι τρίβουλου<μ>, Αἰγύπτιοι κνούς.
____________________
Identifications proposées :
- Scolymus maculatus, Scolymus hispanicus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le scolyme (skolumos) a des feuilles intermédiaires entre le khamaileon et ce qu'on appelle le "chardon blanc" (leukê akanthê), mais plus foncées et plus épaisses ; il émet une tige longue, toute entourée de feuilles et terminée par un capitule épineux ; à la base se trouve une racine noire, épaisse ; c'est elle qui possède les propriétés < médicinales>. Bouillie dans du vin et prise en boisson, elle est efficace pour ceux qui ont les aisselles et le reste du corps malodorants ; elle provoque des urines abondantes et malodorantes. La plante qui commence juste à pousser est consommée comme légume, cuite, à la manière des asperges. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
potirrion
3.15.1 <ποτίρριον>· οἱ δὲ φρύνιον, Ἴωνες δὲ νευράδα, οἱ δὲ ἀκιδωτὸν καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ μέγας, κλῶνας ἔχων μακρούς, μαλακούς, ἱμαντώδεις, λεπτούς, ἐμφερεῖς τραγακάνθῃ, φύλλα μικρά, περιφερῆ – ὅλος δὲ ὁ θάμνος περίκειται πολὺν χνοῦν ἐριώδη· ἔστι δὲ ἀκανθώδης – ἄνθη μικρά, χλωρά, καρπὸν δὲ γευομένῳ εὐώδη καὶ δριμύν, ἄχρηστον. φύεται δ' ἐν ἀμμώδεσι
3.15.2 καὶ γεωλόφοις χωρίοις. ῥίζαι δὲ ὕπεισι πήχεων δύο ἢ τριῶν ἰσχυραί, νευρώδεις, αἵτινες πρὸς τῇ γῇ ἀποτμηθεῖσαι ἀνιᾶσι δάκρυον κόμμει ὅμοιον. κοπεῖσαι δὲ καὶ ἐπιπλασθεῖσαι νεύρων διακοπὰς καὶ τραύ- ματα κολλῶσι· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς ταῖς περὶ νεῦρα δια- θέσεσι πινόμενον ἁρμόζει.
____________________
Identifications proposées :
- Astragalus poterium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
akanthion
3.16.1 <ἀκάνθιον>· ἐμφερῆ τὰ φύλλα ἔχει τῇ λευκῇ ἀκάνθῃ· ἐπ' ἄκρῳ δὲ ἔχει ἀκανθώδεις ἐξοχάς, καθ' ἃς ἀραχνοειδής ἐστι χνοῦς, οὗ συλλεγομένου ὑφήν τινα βομβυκοειδῆ γίνεσθαί φασι. ταύτης ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα ὀπισθοτόνῳ βοηθεῖ πινό- μενα.
____________________
ἀκάνθιον· οἱ δὲ ἀκανθίς, Ῥωμαῖοι σπίνα.
____________________
Identifications proposées :
- Onopordum acanthium, Onopordum illyricum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Akanthion : ses feuilles font penser au "chardon blanc" (leukê akanthê), mais elles présentent à l'extrémité des saillies épineuses sur lesquelles se trouve un duvet pareil à une toile d'araignée ; quand on les ramasse, il se forme, dit-on, une sorte de tissu qui a l'aspect de la soie. Sa racine et ses feuilles, en boisson, sont bonnes contre l'opisthotonos. (trad. Suzanne Amigues)
akanthos
3.17.1 <ἄκανθος>· οἱ δὲ μελάμφυλλον, οἱ δὲ παιδέρωτα καλοῦσι. φύεται ἐν παραδείσοις καὶ ἐν πετρώδεσι καὶ ἐνύδροις χωρίοις. ἔχει δὲ φύλλα πολλῷ πλατύτερα καὶ μακρότερα θρί- δακος, ἐσχισμένα ὡς τὰ τοῦ εὐζώμου, λιπαρά, λεῖα, μέλανα, καυλὸν δὲ δίπηχυν, λεῖον, πάχος δακτύλου, ἐκ διαστημάτων πρὸς τῇ κορυφῇ φυλλαρίοις περιειλημμένον καί τισιν οἱονεὶ κιττα- ρίοις ὑπομήκεσιν, ὑακινθώδεσιν, ἐξ ὧν τὸ ἄνθος λευκόν· σπέρμα
3.17.2 ὑπόμηκες, μήλινον, θυρσοειδὴς δὲ ἡ κεφαλή. ῥίζαι δ' ὕπεισι γλίσχραι, μυξώδεις, ἔμπυρροι, μακραί, αἵτινες πυρικαύστοις καὶ στρέμ- μασιν ἁρμόζουσι καταπλασσόμεναι· πινόμεναι δὲ οὖρα ἄγουσι καὶ κοιλίαν ἱστᾶσι φθισικοῖς τε καὶ σπάσμασιν ὠφέλιμοι καὶ ῥήγμασι. γίνεται δὲ καὶ ἀγρία ἄκανθος, ὁμοία σκολύμῳ, ἀκανθώδης, βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις καὶ ἡμέρου. δύναται δὲ καὶ ἡ ταύτης ῥίζα, ὅσα καὶ ἡ πρὸ αὐτῆς.
____________________
RV: ἄκανθα· οἱ δὲ ἑρπάκανθα, οἱ δὲ μελάμφυλλον, οἱ δὲ παιδέρωτα, Ῥωμαῖοι ἄκανθους τοπιάρια, οἱ δὲ μαρμορά- ρια, οἱ δὲ κρεπ<ίδ>ουλα.
RV: ἄκανθος ἀγρία· Ῥωμαῖοι σπίνα ἀγρέστις.
____________________
Identifications proposées :
- Acanthus mollis, Acanthus spinosus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
anônis
3.18.1 <ἀνωνίς>· οἱ δὲ ὀνωνίδα καλοῦσι. κλῶνες σπιθα- μιαῖοι καὶ μείζονες, θαμνοειδεῖς, πολυγόνατοι, μασχάλας ἔχον- τες πολλάς, κεφάλια περιφερῆ, φυλλάρια λεπτά, μικρά, πρὸς τὰ τοῦ πηγάνου ἢ λωτοῦ τοῦ ἐν χορτοκοπίοις, ὑποδασέα, εὐώδη· ἁλμεύεται δὲ πρὸ τοῦ ἀκανθοφορῆσαι καὶ ἔστιν ἡδίστη. ἔχουσι δὲ οἱ κλάδοι ἀκάνθας ὀξείας, σκολοποειδεῖς, στερεάς, ῥίζαν δὲ θερμαντικήν, λευκήν, ἧς ὁ φλοιὸς πινόμενος σὺν οἴνῳ οὖρα ἄγει καὶ λίθους θρύπτει, ἐσχάρας περιρρήσσει. ἀφε- ψηθεῖσα δὲ ἐν ὀξυκράτῳ καὶ διακλυζομένη πόνον ὀδόντων πραΰνει.
____________________
Identifications proposées :
- Ononis antiquarum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
leukakantha
3.19.1 <λευκάκανθα>· οἱ δὲ πολυγόνατον, οἱ δὲ ἰσχιάδα, οἱ δὲ φύλλον, οἱ δὲ λάδανον <καλοῦσι>. ῥίζαν ἔχει ὁμοίαν κυπέρῳ, πικρὰν ἰσχυρῶς, ἥτις διαμασηθεῖσα ὀδονταλγίας πραΰ- νει· τοῦ δὲ ἀποζέματος αὐτῆς σὺν οἴνῳ κύαθοι τρεῖς ποθέντες βοηθοῦσι πλευριτικοῖς χρονίοις καὶ ἰσχιαδικοῖς, ῥήγμασι, σπω- μένοις· καὶ τὸ χύλισμα δὲ τῆς ῥίζης τὰ αὐτὰ ποιεῖ πινόμενον.
____________________
RV: λευκάκανθα· οἱ δὲ πολυγόνατον, οἱ δὲ φύλλον, οἱ δὲ ἰσχιάδα καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι γενικουλάτα κάρδους, Θοῦσκοι σπίνα ἄλβα.
____________________
Identifications proposées :
- Cnicus tuberosus ou Cirsium tuberosum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
tragakantha
3.20.1 <τραγάκανθα>· ῥίζα ἐστὶ πλατεῖα καὶ ξυλώδης, φαινομένη δὲ καὶ ὑπὲρ γῆς, ἀφ' ἧς κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί, χεόμενοι δὲ ἐπὶ πολύ, καὶ ἐπ' αὐτῶν φυλλάρια λεπτά, πολλά, μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, λευκάς, ἰσχυράς, ὀρθάς. ἔστι δὲ ἡ τραγάκανθα δάκρυον τῆς ῥίζης ἀποτμηθείσης ἐπισυνιστάμενον, ἧς διαφέρει ἡ διαυγὴς καὶ λεία καὶ ἰσχνὴ καὶ καθαρὰ καὶ ὑπόγλυκυς.
3.20.2 δύναμιν δ' ἔχει ὁμοίαν κόμμει παρεμπλαστικήν· χρῆσις δ' αὐτῆς εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ καὶ πρὸς βῆχας καὶ πρὸς τὰς περὶ ἀρτηρίαν τραχύτητας καὶ φωνῆς ἀποκοπὰς καὶ κατασταγ- μοὺς ἐν ἐκλεικτῷ σὺν μέλιτι ἀποχυλίζεταί τε ὑποτεθεῖσα τῇ γλώσσῃ· καὶ πίνεται δὲ ἀποβραχεῖσα ἐν γλυκεῖ δραχμῆς μιᾶς πλῆθος πρὸς νεφρῶν ὀδύνην καὶ κύστεως δῆξιν, μιγέντος αὐτῇ κέρατος ἐλαφείου κεκαυμένου καὶ πεπλυμένου ἢ στυπτηρίας σχιστῆς ὀλίγης.
____________________
Identifications proposées :
- Astragalus gummifer, Astragalus microcephalus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'"épine de bouc" (tragakantha) est une racine largement étalée et ligneuse, qui apparaît même au-dessus du sol et d'où partent des rameaux bas, forts, généralement épars, garnis de petites feuilles fines, nombreuses, entre lesquelles sont cachées des épines médianes blanches, fortes et droites. L'adragante est le suc qui s'amasse en gouttes à la surface de la racine, une fois celle-ci coupée ; la meilleure est celle qui est translucide, lisse, sèche, pure et un peu sucrée. (trad. Suzanne Amigues)
Les astragales de Grèce qui produisent de la gomme adragante sont Astragalus parnassi Boiss. et Astragalus creticus Lam. Mais dès l'antiquité, l'adragante provenait surtout d'espèces orientales telles qu’Astragalus verus Olivier et Astragalus gummifer Labill. (note Suzanne Amigues)
êrungê
3.21.1 <ἠρύγγη>· οἱ δὲ κάρυον, οἱ δὲ ἠρύγγιον καλοῦσι. τῶν ἀκανθωδῶν ἐστιν, ἧς ἐν ἀρχῇ τὰ φύλλα λαχανεύεται εἰς ἁλμαίας συντιθέμενα· ἔστι δὲ πλατέα, τραχέα τοῖς πέριξ, ἀρω- ματίζοντα τῇ γεύσει, αὐξόμενα δὲ ἀκανθοῦται κατὰ πλείονας ἐξοχὰς καυλῶν, ἐφ' ὧν κατὰ τὰ ἄκρα κεφάλιά ἐστι σφαιροειδῆ, ἀκάνθας περικείμενα ὥσπερ ἀστὴρ κύκλῳ ὀξυτάτας, σκληράς, ὧν τὸ χρῶμα χλωρὸν ἢ λευκόν, ἐνίοτε δὲ καὶ κυανοῦν εὑρίσκε-
3.21.2 ται. ῥίζα δὲ ἐπιμήκης, πλατεῖα, μέλαινα κατὰ τὴν ἐπιφά- νειαν, ἔνδοθεν λευκή, δακτύλου μεγάλου τὸ πάχος, καὶ αὐτὴ εὐώδης καὶ ἀρωματίζουσα. φύεται ἐν πεδίοις καὶ τραχέσι τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· πινομένη δὲ ἄγει οὖρα καὶ ἔμμηνα καὶ στρόφους καὶ ἐμπνευματώσεις λύει, ἡπατικοῖς δὲ καὶ θηριοδήκτοις καὶ θανασίμοις ἁρμόζει σὺν οἴνῳ· πίνεται δὲ πρὸς τὰ πλεῖστα σὺν σταφυλίνου σπέρματι δραχμῆς μιᾶς τὸ πλῆθος. ἱστορεῖται δ' ὅτι περιαπτομένη διαφορεῖ φύματα καὶ καταπλασσομένη.
____________________
RV: ἠρύγγιον· οἱ δὲ ἐρύγγιον, οἱ δὲ ἠρύγγην, οἱ δὲ Γοργόνιον, οἱ δὲ ἐρυγηρίς, οἱ δὲ κάρυον, οἱ δὲ ὄργανον χλούνιον, οἱ δὲ ἕρμ<α>ιον, οἱ δὲ μυράκανθον, οἱ δὲ μῶλυ, Αἰγύπτιοι κρό- βισος, προφῆται ἱμερτός, οἱ δὲ τραυλίζων, Ῥωμαῖοι καπίτου- λουμ κάρδους, οἱ δὲ κάρδους τέρραι, οἱ δὲ Μουσάρουμ κάρ- δους, οἱ δὲ ἰρουνδινίνα κάρδους, οἱ δὲ κάρδους ἄλβους, Δάκοι σικουπνούξ, Σπάνοι κεντουμκάπιτα, οἱ δὲ ἐσκάρια, οἱ δὲ † λεβεν- νάτα, Ἄφροι χέρδαν, οἱ δὲ χίδα.
____________________
Identifications proposées :
- Eryngium campestre (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le panicaut (êrungê), appelé aussi la "noix" ou encore l'êrungion, fait partie des végétaux épineux. Les jeunes feuilles sont récoltées, mises dans la saumure et consommées comme légume ; elles sont larges, rudes sur les bords, de saveur aromatique ; en se développant, elles deviennent épineuses le long de plusieurs ramifications de la tige, surmontées à leur extrémité de capitules sphériques, entourés, comme une étoile, d'un cercle d'épines très acérées, dures, de couleur vert clair ou blanche, mais que l'on trouve aussi parfois bleu foncé. La racine est assez longue, étalée, noire en surface, blanche à l'intérieur, de la grosseur du pouce, elle aussi d'odeur agréable et aromatique. Le panicaut pousse dans les plaines et dans les lieux rocailleux.
Il a des propriétés échauffantes. En boisson avec du vin, il est diurétique et emménagogue, fait disparaître coliques et flatulences, et fournit un remède approprié aux affections hépatiques, aux morsures d'animaux venimeux et aux poisons mortels. Dans la plupart des cas, il est pris en boisson avec de la graine de carotte à la dose d'une drachme. On raconte qu'il résout les tumeurs auxquelles il est fixé et appliqué en cataplasme. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
= Eryngium campestre L., et en outre, dans le cas d'inflorescences bleues, Eryngium maritimum L., Eryngium creticum Lam. , Eryngium amethystinum L. (note Suzanne Amigues)
aloê
3.22.1 <ἀλόη>· φύλλον ἔχει σκίλλῃ παραπλήσιον, λιπαρόν, ὑπόπλατυ, παχὺ ἐν τῷ περιφερεῖ, εἰς τοὐπίσω κλώμενον· παρ' ἑκάτερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει ἐκ πλαγίων ἀκάνθια ἀραιῶς ἐξέχοντα, κολοβά. καυλὸν δὲ ἀνίησιν ἀνθερικῷ ὅμοιον, ἄνθος δὲ λευκὸν καὶ καρπὸν ἀσφοδέλῳ ἐοικότα· βαρύοσμος δὲ ὅλη καὶ ἀπογευο- μένῳ πικροτάτη. ἔστι δὲ μονόρριζος ὥσπερ πάσσαλον ἔχουσα τὴν ῥίζαν. γίνεται δὲ ἐν τῇ Ἰνδίᾳ πλείστη, ἐξ ἧς καὶ τὸ ὄπισμα
3.22.2 κομίζεται· φύεται δὲ καὶ ἐν Ἀραβίᾳ καὶ Ἀσίᾳ καί τισι παρα- θαλασσίοις τόποις καὶ νήσοις ὡς ἐν Ἄνδρῳ, οὐκ εὔχρηστος εἰς ὀπισμόν, πρὸς δὲ κόλλησιν τραυμάτων ἐπιτήδειος λεία καταπλασσομένη. δισσὸν δέ ἐστι τοῦ χυλίσματος τὸ εἶδος· τὸ μέν τι ψαμμῶδες, ὅπερ ὑποστάθμη τῆς καθαρωτάτης ἔοικεν εἶναι, τὸ δέ ἐστιν ἡπατίζον. <ἐκλέγου> δὲ τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλι- θον, στίλβουσαν, ὑπόξανθον, εὔθρυπτον καὶ ἡπατίζουσαν, ῥᾳ- δίως ὑγραινομένην, ἐπιτεταμένην τῇ πικρίᾳ· τὴν μέντοι μέλαι-
3.22.3 ναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου. <δολίζουσι> δ' αὐτὴν κόμμει, ὅπερ ἐλέγχεται γεύσει καὶ πικρίᾳ καὶ ὀσμῆς ἐπιτάσει καὶ τῷ μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος θλιβόμενον ὑπὸ τῶν δακτύλων· ἔνιοι δὲ καὶ ἀκακίαν μίσγουσι. δύναμιν δ' ἔχει στυπτικήν, ξηραντικήν, [ὑπνωτικήν] πυκνω- τικὴν τῶν σωμάτων κοιλίας τε λυτικὴν καὶ στομάχου ἀποκα- θαρτικὴν κοχλιαρίων δυεῖν πλῆθος μεθ' ὕδατος ψυχροῦ ἢ γα- λακτώδους πινομένη αἵματός τε ἀναγωγὰς ἐπέχει καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει μεθ' ὕδατος τριωβόλου ἢ δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ ἐν
3.22.4 ποτῷ· καὶ μετὰ ῥητίνης δὲ καταπινόμενον ἢ ὕδατος ἢ μέλιτος ἑφθοῦ ἀναλημφθὲν κοιλίαν λύει, δραχμῶν δὲ τριῶν πλῆθος τε- λείως καθαίρει, μιγὲν δὲ τοῖς ἄλλοις καθαρτικοῖς ἧσσον αὐτὰ κακοστόμαχα ποιεῖ. ξηρὸν δὲ ἐπιπασθὲν τραύματα κολλᾷ καὶ ἀπουλοῖ ἕλκη καὶ καταστέλλει, αἰδοῖα δὲ εἱλκωμένα ἰδίως θε- ραπεύει καὶ ἐπαγώγια τὰ χειρισθέντα παρακολλᾷ. θεραπεύει δὲ καὶ κονδυλώματα καὶ ῥαγάδας κιρνάμενον σὺν γλυκεῖ οἴνῳ αἱμορραγίας τε ἵστησι τὰς ἐξ αἱμορροΐδων καὶ πτερύγια ἀπου-
3.22.5 λοῖ· αἴρει καὶ πελιώματα καὶ ὑπώπια σὺν μέλιτι ψωροφθαλ- μίας τε καὶ κανθῶν κνησμοὺς παρηγορεῖ καὶ κεφαλαλγίαν μετ' ὄξους καὶ ῥοδίνου μετώπου καὶ κροτάφων χριομένων· ἐπέχει καὶ ῥεούσας τρίχας σὺν οἴνῳ καὶ πρὸς παρίσθμια δὲ καὶ οὖλα καὶ πάντα τὰ ἐν στόματι ἁρμόζει σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ. φώγνυ- ται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπὶ καθαροῦ καὶ διαπύρου ὀστράκου, μεταβαλλόμενον μύστρῳ, μέχρι ἂν ὁμαλῶς πυρωθῇ· πλύνεται δὲ χωριζομένου τοῦ ψαμμώδους ὡς ἀχρήστου, λαμ- βανομένου δὲ τοῦ λιπαρωτάτου καὶ λείου.
____________________
RV: ἀλόη· οἱ δὲ ἀμφίβιον, οἱ δὲ ἠρύγγιον, οἱ δὲ ἕρ- μ<α>ιον, οἱ δὲ τραγόκερως, Ῥωμαῖοι ἀλόαμ [παρὰ βαρβάροις ἀλοέ].
____________________
Identifications proposées :
- Aloe vera (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'aloès a une feuille assez voisine de celle de la scille, grasse, un peu aplatie sur son pourtour, recourbée en arrière. Chaque feuille est bordée latéralement de petites épines çà et là proéminentes et mousses. Il forme une tige pareille à un antherikos - (tige d'asphodèle) -, une fleur claire et un fruit qui ressemble à ceux de l'asphodèle. Il est tout entier d'odeur forte et très amer au goût. Il a une racine unique, racine qui est comme un piquet. Il est très commun dans l'Inde, d'où est importé son suc, mais pousse aussi en Arabie, en Asie, dans certains lieux au bord de la mer et dans des îles comme Andros, où il n'est pas bien utilisable pour l'extraction du suc, mais apte à refermer les plaies, réduit en poudre et mis en cataplasme. L'extrait se présente sous un double aspect : tantôt comme un produit couleur de sable qui paraît être le dépôt du suc d'aloès le plus pur, tantôt avec une couleur rappelant celle du foie. (trad. Suzanne Amigues)
Il s'agit d’Aloe vera L. et d'espèces voisines : Aloe socotrina L. (originaire de l'île de Socotra, au large de l'Arabie méridionale), Aloe indica Royle.
L'appartenance de propriétés purgatives à la fois aux diverses espèces de Cassia et à l'aloès a dû favoriser des transferts ou des confusions de noms. (note Suzanne Amigues)
apsinthion
3.23.1 <ἀψίνθιον>· γνώριμος ἡ πόα. ἔστι δὲ αὐτοῦ βέλτιον τὸ ἐν Πόντῳ καὶ Καππαδοκίᾳ γεννώμενον ἐν ὄρει τῷ καλου- μένῳ Ταύρῳ. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, θερμαντικήν, ἀποκαθαρτικὴν τῶν ἐνηρεικότων στομάχῳ καὶ κοιλίᾳ χολωδῶν. ἔστι δὲ καὶ οὐρητικὸν καὶ ἀκραίπαλον προπινόμενον, καὶ πρὸς ἐμπνευμα- τώσεις δὲ ἁρμόζει καὶ κοιλίας καὶ στομάχου ἀλγήματα πινό- μενον μετὰ σεσέλεως ἢ νάρδου Κελτικῆς, καὶ ἀνορεξίας καὶ ἰκτερικοὺς θεραπεύει τὸ ἀπόβρεγμα αὐτοῦ ἢ τὸ ἀφέψημα καθ'
3.23.2 ἑκάστην ἡμέραν λαμβανόμενον εἰς πλῆθος κυάθων τριῶν. ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα πινόμενόν τε καὶ προστιθέμενον μετὰ μέλιτος πρός τε τοὺς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένους ἁρμόζει σὺν ὄξει πινό- μενον, σὺν οἴνῳ δὲ πρὸς ἰξίαν καὶ κώνειον καὶ μυγαλῆς δήγματα καὶ δράκοντα θαλάσσιον συναγχικοῖς τε διάχρισμα σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ καὶ πρὸς ἐπινυκτίδας σὺν ὕδατι, πρὸς δὲ ὑπώπια σὺν μέλιτι καὶ ἀμβλυωπίας καὶ πρὸς τὰ ἰχωρορροοῦντα ὦτα ὁμοίως· καὶ ὁ ὑπατμισμὸς δὲ αὐτοῦ τοῦ ἀφεψήματος πρὸς ὠταλγίαν ἀφεψόμενόν τε σὺν γλυκεῖ κατάπλασμα ὀφθαλμῶν περιοδυνώντων
3.23.3 ἐστί. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ὑποχόνδρια καὶ ἧπαρ καὶ στόμαχον ἐπάνω χρονίως πάσχοντα συνεκλειούμενον κηρωτῇ Κυ- πρίνῃ, πρὸς δὲ στόμαχον ῥοδίνῃ· ἁρμόζει δὲ καὶ σπληνικοῖς καὶ ὑδρωπικοῖς μιγέντων αὐτῷ σύκων καὶ νίτρου καὶ αἰρίνου ἀλεύρου. σκευάζεται δὲ καὶ οἶνος ὁ λεγόμενος ἀψινθίτης δι' αὐτοῦ, μάλιστα περὶ τὴν Προποντίδα καὶ Θρᾴκην, ᾧ πρὸς τὰ προειρη- μένα χρῶνται ἐν ἀπυρεξίᾳ· καὶ ἄλλως δὲ προπίνουσι θέρους
3.23.4 ὑγιείας ποιητικὸν εἶναι νομίζοντες. δοκεῖ δὲ καὶ παραπαττό- μενον εἰς τὰς κιβωτοὺς ἄβρωτα φυλάττειν τὰ ἐσθήματα ἀλει- φόμενόν τε μετ' ἐλαίου κώνωπας κωλύειν ἅπτεσθαι τοῦ σώ- ματος· τὸ δὲ μέλαν τῷ ἀποβρέγματι αὐτοῦ βραχὲν ἄβρωτα μυσὶ τηρεῖ τὰ γράμματα. ἔοικε δὲ καὶ τὰ τοῦ χυλίσματος ἔργα τὰ αὐτά, πλὴν εἰς τὰς πόσεις οὐ δοκιμάζομεν αὐτό, κακο- στόμαχον καὶ κεφαλαλγὲς ὄν. δολοῦται δὲ τὸ χύλισμα ἀμόργῃ ἑψηθείσῃ καὶ μειγνυμένῃ.
3.23.5 καλοῦσί τινες καὶ τὸ <σέριφον> ἀψίνθιον θαλάσσιον, ὅπερ πλεῖστον ἐν τῷ κατὰ Καππαδοκίαν Ταύρῳ γεννᾶται καὶ ἐν Τα- φοσίρει τῆς Αἰγύπτου, ᾧ οἱ Ἰσιακοὶ ἀντὶ θαλλοῦ χρῶνται. ἔστι δὲ πόα λεπτόκαρφος, ἐοικυῖα ἀβροτόνῳ μικρῷ, περιπληθὴς σπέρματος, ὑπόπικρος, κακοστόμαχος, βαρύοσμος, στύφουσα μετὰ ποσῆς θερμασίας, ἥτις ἑψηθεῖσα καθ' ἑαυτὴν καὶ μετὰ ὀρύζης καὶ λημφθεῖσα μετὰ μέλιτος ἀσκαρίδας καὶ ἕλμινθας
3.23.6 στρογγύλας κτείνει, ὑπεξάγουσα κοιλίαν κούφως. δύναται δὲ καὶ σὺν ῥοφήματι φακῆς καθεψηθεῖσα τὰ αὐτὰ ποιεῖν· λιπαίνει δὲ μάλιστα ἐν Καππαδοκίᾳ τὰ πρόβατα νεμόμενα. ἔστι δὲ τρίτον εἶδος ἀψινθίου, γεννώμενον ἐν τῇ κατὰ τὰς Ἄλπεις Γαλατίᾳ πλεῖστον, ὃ ἐπιχωρίως Σαντονικὸν καλοῦσιν, ἐπωνύμως τῇ γεννώσῃ αὐτὸ Σαντονίδι χώρᾳ, ἐοικὸς ἀψινθίῳ, οὐ μὴν οὕτως γε ἔνσπερμον, ὑπόπικρον δὲ καὶ δυνάμενον τὰ αὐτὰ τῷ σερίφῳ.
____________________
RV: ἀψίνθιον βαθύπικρον· Αἰγύπτιοι σομί, Ῥωμαῖοι ἀψίνθιουμ ῥούστικουμ.
RV: ἀψίνθιον θαλάσσιον· οἱ δὲ σαντονικὸν καλοῦσιν, οἱ δὲ σέριφον, Ῥωμαῖοι σαντονίκουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Artemisia absinthium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
3.23.1
L'absinthe (apsinthion) est une herbe bien connue. La meilleure est celle qui croît dans la région pontique et en Cappadoce dans les monts qui portent le nom de Taurus. (trad. Suzanne Amigues)
3.23.5
Certains appellent aussi "absinthe de mer" la sementine (seriphon), qui croît surtout dans le Taurus de Cappadoce et à Taposiris en Egypte, et dont les prêtres d'Isis se servent en guise de branche d'olivier. C'est une plante à brindilles fines, qui ressemble en petit à l'armoise arborescente et qui est toute pleine de graines, un peu amère, indigeste, d'odeur forte, astringente avec un certain pouvoir échauffant. Bouillie seule ou avec du riz et prise avec du miel, elle tue les ascaris et les vers ronds, en purgeant légèrement. Bien cuite avec une purée de lentilles, elle fait le même effet. En Cappadoce, elle engraisse beaucoup les moutons qui la broutent. (in extenso. - (trad. Suzanne Amigues)
Pseudo-Dioscoride : "absinthe de mer" : on l'appelle aussi santonikon ou seriphon, et à Rome santonicum. (trad. Suzanne Amigues)
= une ou plusieurs espèces du groupe d’Artemisia maritima (peut-être pour la Grèce Artemisia santonicum L.). (note Suzanne Amigues)
habrotonon
3.24.1 <ἁβρότονον>· οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ γλυκὺν ἀγκῶνα καλοῦσιν. ἔστιν αὐτοῦ τὸ μὲν θῆλυ θάμνος δενδροειδής, ὑπόλευκος, φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλω- νία πλήρης, ἄνθος δὲ ἐπ' ἄκρον κορυμβοειδὲς ἔχων, χρυσοει- δές, τῆς θερείας γινόμενον, εὐῶδες μετὰ ποσοῦ βάρους, πικρὸν τὴν γεῦσιν· δοκεῖ δὲ τὸ Σικελιωτικὸν εἶναι τοιοῦτο. τὸ δ' ἕτε- ρον, <ὃ> ἄρρεν καλεῖται, κληματῶδες, λεπτόκαρπον ὡς ἀψίνθιον.
3.24.2 πλεῖστον δὲ γίνεται ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Γαλατίᾳ τῇ κατὰ τὴν Ἀσίαν καὶ Ἱεραπόλει τῇ κατὰ τὴν Συρίαν. τούτων ὁ καρπὸς ἀπεζεσμένος μεθ' ὕδατος καὶ ὠμοτριβὴς πινόμενος βοηθεῖ ὀρθοπνοίᾳ, ῥήγμασι, σπάσμασιν, ἰσχιάσι, δυσουρίαις, ἐμμήνων ἐπισχέσει· καὶ θανασίμων φαρμάκων ἐστὶν ἀντίδοτος ποθὲν σὺν οἴνῳ σύγχρισμά τε ῥιγούντων μετ' ἐλαίου
3.24.3 ἐστί. διώκει δὲ καὶ ἑρπετὰ στιβαδευόμενον καὶ θυμιώμενον· καὶ πινόμενον δὲ σὺν οἴνῳ ὠφελεῖ τοὺς δηχθέντας, ἰδίως δὲ ἁρμόζει ἐπὶ φαλαγγίων καὶ σκορπίων. βοηθεῖ δὲ καὶ ὀφθαλ- μῶν φλεγμοναῖς σὺν ἑφθῷ <μήλῳ> κυδωνίῳ ἢ μετὰ ἄρτου καταπλασθέν, διαφορεῖ καὶ φύματα μετὰ ὠμῆς λύσεως λεῖον ἑψηθέν. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὴν τοῦ ἰρίνου ἐλαίου σκευασίαν.
____________________
RV: ἁβρότονον· οἱ δὲ ἀβούτονον, οἱ δὲ ἀψίνθιον, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ <γλυκὺν> ἀγκῶνα, οἱ δὲ ἀπόγαλον, οἱ δὲ μή- ρυκον, οἱ δὲ χολοποιόν, οἱ δὲ θηλυφθόριον, οἱ δὲ ἀψινθιό- μηνον, οἱ δὲ προκάμπυλον, προφῆται νεῦρα φοίνικος, οἱ δὲ κυναγχῖτις, Ῥωμαῖοι ἀψίνθιουμ Πόντικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Artemisia abrotonon (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Habrotonon. On l'appelle encore "la plante d'Héraclée" - (ou "d'Héraclès" ?) - ou "le délicieux détour". Sa variété femelle est un arbrisseau, presque un arbre, blanchâtre, couvert de feuilles finement découpées, comme celles de l'armoise maritime (sériphos), qui entourent ses menus rameaux, avec, à leur extrémité, une inflorescence en grappe, jaune d'or, qui se forme en été, aromatique et en même temps un peu forte, de saveur amère. Telle est, apparemment, la variété sicilienne. L'autre espèce, qu'on appelle mâle, est sarmenteuse et a un fruit ténu, comme l'absinthe. Elle est très fréquente en Cappadoce et chez les Gaulois d'Asie, ainsi qu'à Hiérapolis de Syrie.
Leur fruit bouilli dans l'eau et broyé avant maturité est bon, pris en boisson, pour l'asthme, les factures, les spasmes, la sciatique, la rétention d'urine, l'aménorrhée. C'est aussi, pris avec du vin, un antidote des poisons mortels ; et en onction avec de l'huile, un remède aux refroidissements. En jonchées et en fumigations, la plante fait fuir les serpents ; prise en boisson avec du vin, elle soulage ceux qui ont été mordus et convient particulièrement pour les piqûres de tarentules et de scorpions. Elle est bonne aussi pour les inflammations des yeux en cataplasme avec du coing cuit ou avec du pain. (...) (trad. Suzanne Amigues)
L'espèce "femelle" ne peut être, vu la taille, qu’Artemisia arborescens. Pour l'espèce "mâle", on a proposé avec vraisemblance Artemisia pontica. (note Suzanne Amigues)
hussôpos
3.25.1.1 <ὕσσωπος>· πόα γνώριμος, δισσή· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστιν ὀρεινὴ ἡ δὲ κηπευτή· ἀρίστη δὲ ἡ ἐν Κιλικίᾳ γεννωμένη. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· ἀφεψηθεῖσα δὲ μετὰ σύκων καὶ ὕδατος καὶ μέλιτος καὶ πηγάνου καὶ πινομένη ἀρήγει περι- πνευμονικοῖς, ἀσθματικοῖς, βηχὶ χρονίᾳ, κατάρρῳ, ὀρθοπνοίᾳ· κτείνει δὲ καὶ ἕλμεις, σὺν μέλιτι δὲ ἐκλειχθεῖσα τὸ αὐτὸ ποιεῖ. ἄγει δὲ καὶ πάχος κατὰ κοιλίαν τὸ ἀφέψημα αὐτῆς σὺν ὀξυμέλιτι
3.25.2 πινόμενον· <καὶ> βιβρώσκεται δὲ μετὰ χλωρῶν σύκων λείων πρὸς ὑπαγωγὴν κοιλίας, σφοδρότερον δὲ καθαίρει μιγέντος αὐτῷ καρδάμου ἢ ἴριδος ἢ ἐρυσίμου· περιποιεῖ δὲ καὶ εὔχροιαν. καταπλάσσεται δὲ μετὰ σύκου καὶ νίτρου πρὸς σπλῆνα καὶ ὕδρωπα, σὺν οἴνῳ δὲ πρὸς φλεγμονάς· διαφορεῖ δὲ καὶ ὑπώπια σὺν ὕδατι ζεστῷ καταπλασθεῖσα. συνάγχης δὲ ἀναγαργάρισμα μετὰ σύκων ἀφεψήματος ἄριστον, ὀδόντος τε πόνον πραΰνει σὺν ὄξει ἑψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη· λύει δὲ καὶ τὰς περὶ ὦτα ἐμπνευματώσεις ὑπατμισθεῖσα.
____________________
RV: ὕσσωπον· Ῥωμαῖοι ὑσσώπουμ, οἱ δὲ λάτερ, οἱ δὲ κάσιαμ, Αἰγύπτιοι σαέμ.
____________________
Identifications proposées :
- Satureia graeca = Micromeria graeca (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
stoikhas
3.26.1.1 <στοιχάς>· γεννᾶται μὲν ἐν ταῖς κατὰ Γαλατίαν νή- σοις κατ' ἀντικρὺς Μασσαλίας, καλουμέναις Στοιχάσιν, ὅθεν καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχεν· πόα δέ ἐστι λεπτόκαρπος, ὁμοίαν ἔχουσα θύμῳ κόμην, μακροφυλλοτέρα μέντοι καὶ δριμεῖα τῇ γεύσει, ὑπόπικρος ποσῶς. ποιεῖ δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πρὸς τὰ ἐν θώρακι καθὼς ὁ ὕσσωπος· μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις χρησίμως.
____________________
RV: στοιχάς· οἱ δὲ συγκλίνωπα, οἱ δὲ Ἀλκιβιάδειον, οἱ δὲ παγκράτιον, οἱ δὲ Τυφωνία, Αἰγύπτιοι σουφλώ, προφῆται ὀφθαλμὸς Πύθωνος, Ῥωμαῖοι σκίλλα ῥούβιδα.
____________________
Identifications proposées :
- Lavandula stoechas (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
origanos Hêrakleôtikê
3.27.1 <ὀρίγανος> Ἡρακλεωτική· οἱ δὲ κονίλην καλοῦσι. φύλ- λον ἔχει ἐμφερὲς ὑσσώπῳ, σκιάδιον δὲ οὐ τροχοειδές, ἀλλ' ὥσπερ διῃρημένον καὶ ἐπ' ἄκρων τῶν ῥάβδων τὸ σπέρμα οὐ πυκνόν. ἐστὶ δὲ θερμαντική, ὅθεν τὸ ἀφέψημα αὐτῆς σὺν οἴνῳ ποθὲν ἁρμόζει θηριοδήκτοις, σὺν γλυκεῖ δὲ καὶ κονίᾳ τοῖς κώνειον ἢ μηκώνιον, σὺν ὀξυμέλιτι δὲ τοῖς γύψον ἢ ἐφήμερον πεπωκόσι, πρὸς δὲ τὰ σπάσματα καὶ ῥήγματα καὶ ὕδρωπας μετὰ συκίου βιβρωσκομένη. ξηρὰ δὲ ποθεῖσα ὀξυβάφου πλῆ- θος σὺν μελικράτῳ μέλανα κατὰ κοιλίαν ἄγει, ἔμμηνά τε κινεῖ
3.27.2 καὶ βῆχας θεραπεύει σὺν μέλιτι ἐκλειχομένη· καὶ κνησμοὺς δὲ καὶ ψώραν καὶ ἴκτερον τὸ ἀφέψημα αὐτῆς ἐν λουτρῷ ὠφελεῖ. ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς χλωρᾶς οὔσης παρίσθμια καὶ κιονίδας καὶ ἄφθας θεραπεύει καὶ <αἷμα> διὰ ῥινῶν ἄγει σὺν ἐλαίῳ ἰρίνῳ ἐγχυ- ματιζόμενος· σὺν γάλακτι δὲ καὶ ὠταλγίας παρηγορεῖ ἐμετικόν τε φάρμακον δι' αὐτῆς σκευάζεται καὶ κρομύων καὶ ῥοὸς τοῦ ἐπὶ τὰ ὄψα, πάντων ἐν χαλκῷ Κυπρίῳ ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύ- μασιν ἡλιασθέντων ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα· ὑποστρωννυ- μένη δὲ ἡ πόα ἑρπετὰ διώκει.
____________________
RV: ὀρίγανος Ἡρακλεωτική· οἱ δὲ κονίλην καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι κούνουλαμ.
____________________
Identifications proposées :
- Origanum heracleoticum et Origanum vulgare (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'origan d'Héraclée, appelé aussi konilê, a une feuille qui fait penser à l'hussôpos - (= Micromeria graeca (L.) Benth. ou Micromeria nervosa (Desf.) Benth.) - une ombelle non en forme de roue, mais divisée en plusieurs parties, et, à l'extrémité des rameaux, une graine clairsemée. (trad. Suzanne Amigues)
= Origanum heracleoticum L. (note Suzanne Amigues)
onitis
3.28.1 ἡ δὲ <ὀνῖτις> καλουμένη λευκοτέρα τοῖς φύλλοις ἐστὶ καὶ μᾶλλον ἐοικυῖα ὑσσώπῳ, καὶ τὸ σπέρμα ὥσπερ κορύμβους συνεχεῖς ἐπικειμένους ἔχει. δύναται δὲ τὰ αὐτὰ τῇ Ἡρακλεωτικῇ, οὐχ οὕτως μέντοι δραστικὴ καθέστηκεν.
____________________
RV: ὀρίγανος ὀνῖτις.
____________________
Identifications proposées :
- Origanum onitis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Celui qu'on appelle l'"origan d'âne" (onitis) est plus clair de feuillage et plus semblable à l'hyssopos, et a sa graine en corymbes terminaux continus.
Il a les mêmes propriétés que l'origan d'Héraclée, mais n'est pas aussi efficace. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
= Origanum onites L. (note Suzanne Amigues)
agrioriganos
3.29.1 ἡ δὲ <ἀγριορίγανος>, ἣν πάνακες ἢ Ἡρακλείαν ἢ κονίλην καλοῦσιν, ὧν ἐστι καὶ <Νίκανδρος> ὁ Κολοφώνιος (Th. 626 sq.)· ἔχει τὰ μὲν φύλλα ὀριγάνῳ ὅμοια, ῥαβδία δὲ σπιθα- μιαῖα, λεπτά, ἐφ' ὧν σκιάδια ὅμοια ἀνήθῳ· ἄνθη δὲ λευκά, ῥίζα λεπτή, ἄχρηστος. ἰδίως δὲ βοηθεῖ θηριοδήκτοις τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη σὺν οἴνῳ πινόμενα.
____________________
Identifications proposées :
- Origanum viride (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'"origan sauvage", appelée "panacée" ou "herbe d'Héraclès" ou konilê par certains, dont Nicandre de Colophon, a bien les feuilles d'un origan, mais de petits rameaux d'un empan - (= 0,22 m) -, grêles ; terminés par des ombelles pareilles à celles de l'aneth ; les fleurs sont blanches, la racine fine, sans usage.
Les feuilles et les fleurs en boisson avec du vin soulagent particulièrement les gens mordus par des animaux venimeux. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
On a proposé Origanum vulgare subsp. viride (Boiss.) Hayek (note Suzanne Amigues)
tragoriganos
3.30.1 <τραγορίγανος>· θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐοικὼς τὰ φύλλα καὶ τὰ κλωνία· ἤδη μέντοι εὑρίσκεταί τις κατὰ τόπους εὐερνεστέρα καὶ πλατύφυλλος, κολλώδης ἱκανῶς· ἡ δέ τις λεπτόκαρφος καὶ λεπτόφυλλος, ἣν καὶ πράσιον ἔνιοι καλοῦσιν. ἀρίστη δὲ ἡ Κιλίκιος καὶ ἡ ἐν Κῷ καὶ ἡ ἐν Χίῳ καὶ Σμύρνῃ καὶ Κρήτῃ. θερμαντικαὶ δὲ πᾶσαι καὶ οὐρητικαὶ καὶ εὐκοίλιοι πινο-
3.30.2 μένου τοῦ ἀφεψήματος· ὑποβιβάζουσι γὰρ τὰ χολώδη· εὔθετοι καὶ σπληνικοῖς ποτιζόμεναι μετ' ὄξους καὶ τοῖς ἰξίαν πεπω- κόσι μετ' οἴνου· καὶ ἔμμηνα δὲ ἄγουσι, βηξί τε καὶ περιπνευ- μονίαις σὺν μέλιτι ἐν ἐκλεικτῷ δίδοται. ἔστι δὲ τὸ πότημα ἐπιεικές, ὅθεν τοῖς ἀσώδεσι καὶ κακοστομάχοις καὶ ὀξυρεγμιῶσι δίδοται καὶ ἐφ' ὧν ἄλυσις καὶ ναυτία καὶ θέρμη ὑποχονδρίων παρακολουθεῖ. διαφορεῖ δὲ καὶ οἰδήματα καταπλασθεῖσα μετ' ἀλφίτων.
____________________
RV: τραγορίγανον.
____________________
Identifications proposées :
- Thymus teucrioides, Thymus graveolens, Thymus tragoriganum, Origanum heracleoticum (le platuphullos) (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'"origan de bouc" est une petite plante en touffe qui ressemble au serpolet sauvage pour ce qui est de ses feuilles et de ses petits rameaux. Il s'en trouve suivant les régions une espèce à pousses vigoureuses et feuilles larges, qui est assez collante, et une autre à brindilles fines et feuilles fines, que certains appellent "marrube". Le meilleur est celui de Cilicie, de Cos, de Chios, de Smyrne et de Crète. (trad. Suzanne Amigues)
La 1ère espèce pourrait être Acinos rotundifolius Pers. (= Acinos graveolens (Bieb.) Link ; Calamintha graveolens (Bieb.) Bentham), et la 2ème Micromeria juliana (L.) Bentham, à fleurs en épis verticillés qui rappellent en petit le marrube. (note Suzanne Amigues)
glêkhôn
3.31.1 <γλήχων>· πόα γνώριμος, θερμαντική, λεπτυντική, πεπτική. ποθεῖσα δὲ ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα ἄγει· ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ πνεύμονος μεθ' ἁλὸς καὶ μέλιτος ποθεῖσα καὶ σπωμένοις βοηθεῖ, ναυσίας τε καὶ δηγμοὺς στομάχου μετ' ὀξυκράτου ποθεῖσα παραμυθεῖται· ἄγει δὲ καὶ κατὰ κοιλίαν μέλανα, βοηθεῖ καὶ θηριοδήκτοις μετ' οἴνου πινομένη, λειπο-
3.31.2 θυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται σὺν ὄξει ταῖς ῥισὶ προσαγομένη. κρα- τύνει δὲ καὶ οὖλα ξηρὰ λεία κεκαυμένη, ἐπιπλασθεῖσα δὲ πραΰνει πᾶσαν φλεγμονὴν σὺν ἀλφίτῳ, καθ' ἑαυτὴν δὲ ποδα- γρικοῖς ἁρμόζει ἄχρι φοινίξεως τῆς ἐπιφανείας, σὺν κηρωτῇ δὲ ἰόνθους σβέννυσιν· ὠφελεῖ δὲ καὶ σπληνικοὺς μεθ' ἁλὸς καταπλασσομένη. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς κνησμοὺς λουόμενον παύει καὶ εἰς ἐγκάθισμα πρὸς ἐμπνευματώσεις καὶ σκληρίας καὶ ἀποστροφὰς ὑστέρας ἁρμόζει. καλοῦσι δέ τινες αὐτὴν βλήχωνα, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἄνθησιν τὰ γευσάμενα τῶν ποιμνίων βληχῆς ὑποπίμπλαται.
____________________
RV: γλήχων· οἱ δὲ βλῆχρον, οἱ δὲ ἀρσενάκανθον, Ῥω- μαῖοι πουλέϊουμ, Ἄφροι ἀπουλέϊουμ, Γάλλοι ἄλβολον, οἱ δὲ γαλίοψις.
____________________
Identifications proposées :
- Mentha pulegium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
diktamnon
3.32.1 <δίκταμνον>, ὃ καλοῦσί τινες γλήχωνα ἀγρίαν, οἱ δὲ βαίτιον. πόα ἐστὶ Κρητική, δριμεῖα λίαν, ὁμοία γλήχωνι, μείζω δὲ καὶ γναφαλοειδῆ τὰ φύλλα ἔχει καὶ ἐριώδη τινὰ ἐπίφυσιν· οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καρπὸν φέρει. ποιεῖ δ' ἅπαντα, ὅσα καὶ ἡ ἥμερος γλήχων, ἐνεργεστέρα δὲ πολλῷ· οὐ μόνον γὰρ πινομένη ἀλλὰ καὶ προστιθεμένη καὶ ὑποθυμιωμένη τὰ τεθνηκότα ἔμβρυα ἐκτινάσσει. φασὶ δὲ καὶ τὰς αἶγας ἐν Κρήτῃ, ἐπειδὰν τοξευθῶσι, νεμηθείσας τὴν πόαν ἐκβάλλειν τὰ τοξεύματα.
3.32.2 τὸ δὲ ψευδοδίκταμνον καλούμενον φύεται <μὲν> ἐν πολλοῖς τόποις, ἐμφερὲς δὲ τῷ πρὸ αὐτοῦ, ἔλαττον δὲ καὶ ἧττον δριμύ. ποιεῖ δὲ τὰ αὐτὰ τῷ δικτάμνῳ, οὐχ ὁμοίως ἐνεργοῦν. φέρεται δὲ καὶ ἀπὸ Κρήτης ἕτερον εἶδος δικτάμνου, φύλ- λοις ἐοικὸς σισυμβρίου, κλωσὶ δὲ μεῖζον, ἐφ' ὧν ἄνθος ὀρι- γάνῳ ἀγρίῳ ἐοικός, μέλαν, μαλακόν· ὀσμὴ δὲ τῶν φύλλων με- ταξὺ σισυμβρίου καὶ ἐλελισφάκου, ἡδίστη. ποιεῖ δὲ πρὸς ὅσα καὶ ἡ πρὸ αὐτῆς, ἧσσον πληκτικὴ ὑπάρ- χουσα· μείγνυται δὲ καὶ ἐμπλάστροις θηριακαῖς.
____________________
RV: δίκταμνον ἢ τίκταμνον· οἱ δὲ βελουλκός, οἱ δὲ Ἀρτεμιδήιον, οἱ δὲ Κρητική, οἱ δὲ ἐφήμερον, οἱ δὲ Ἰδαία, οἱ δὲ ὠκυτόκος, οἱ δὲ δορκάδιον, οἱ δὲ ἐκβόλιον, Ῥωμαῖοι οὐστιλάγω ῥούστικα, τινὲς δὲ καλοῦσιν αὐτὴν γλήχωνα ἀγρίαν, οἱ δὲ βαίτιον.
RV: ψευδοδίκταμνον· οἱ δὲ ἐλελίσφακον, οἱ δὲ βήκιον, προφῆται κυνοκεφαλοειδής, Ῥωμαῖοι σάλβιαμ.
RV: δίκταμνον ἄλλο· οἱ δὲ ἐφήμερον, οἱ δὲ Ἰδαία, Ῥω- μαῖοι οὐστιλάγω.
____________________
Identifications proposées :
- Origanum dictamnus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
elelisphakon
3.33.1.1 <ἐλελίσφακον>· οἱ δὲ ἐλαφοβόσκον, οἱ δὲ σφάγνον. θάμνος ἐστὶν ἐπιμήκης, πολύκλωνος, ῥάβδους τετραγώνους καὶ ὑπολεύκους ἔχων, φύλλα δὲ μηλέᾳ κυδωνίᾳ ἐοικότα, ἐπιμηκέ- στερα δὲ καὶ μικρότερα καὶ τραχέα λεληθότως ὥσπερ τὰ ἀνά- τριπτα τῶν ἱματίων, δασέα, ὑπόλευκα, σφοδρῶς εὐώδη, ἔμβρωμα· καρπὸν δὲ ἐπ' ἄκρων τῶν καυλῶν ὥσπερ ὁρμίνου ἀγρίου ἔχει. φύεται δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις.
3.33.2 δύναμιν δὲ ἔχει τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων καὶ τῶν κλάδων οὖρα ἄγειν πινόμενον καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα κατασπᾶν καὶ τρυγόνος πληγαῖς ἀρήγειν· μελαίνει δὲ καὶ τρίχας καὶ τραυ- ματικὴ καὶ ἴσχαιμος καὶ ἀποκαθαρτικὴ τῶν θηριωδῶν ἑλκῶν ἐστι. παύει δὲ σὺν οἴνῳ τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων καὶ τῶν κλάδων αὐτῆς προσκλυζόμενον κνησμοὺς τοὺς περὶ τὰ αἰδοῖα.
____________________
RV: ἐλελίσφακον· οἱ δὲ λελίσφακον, οἱ δὲ σφάκον, οἱ δὲ κισσίον, οἱ δὲ σφάγνος, οἱ δὲ βήκιον, Αἰγύπτιοι ἀπουσί, Ῥωμαῖοι σάλβια, οἱ δὲ κόρσαλον.
____________________
Identifications proposées :
- Salvia sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hêduosmon
3.34.1.1 <ἡδύοσμον>, οἱ δὲ μίνθην· γνώριμον βοτάνιον, δύναμιν ἔχον θερμαντικήν, στυπτικήν, ξηραντικήν· ὅθεν αἷμα ἵστησι πινόμενος ὁ χυλὸς αὐτοῦ μετ' ὄξους καὶ ἕλμινθας κτείνει στρογ- γύλας, ἀφροδίσιά τε ἐρεθίζει καὶ λυγμοὺς καὶ ἐμέτους καὶ χο- λέραν παύει δύο ἢ τρία κλωνία σὺν ῥοᾶς ὀξείας χυλῷ ποθέντα· διαφορεῖ δὲ καὶ ἀποστήματα μετ' ἀλφίτου καταπλασθὲν καὶ κεφαλαλγίαν παρηγορεῖ ἐπιτεθὲν τῷ μετώπῳ μαστῶν τε περί-
3.34.2 τασιν καὶ σπάργησιν πραΰνει. σὺν ἁλσὶ δὲ τοῖς κυνοδήκτοις κατάπλασμα, ὠταλγίαις τε ὁ χυλὸς σὺν μελικράτῳ ἁρμόζει. γυ- ναιξὶ δὲ πρὸ τοῦ πλησιάζειν προστιθέμενον ἀσυλλημψίαν ἐργά- ζεται γλῶσσάν τε τραχεῖαν παρατριβόμενον λεαίνει καὶ γάλα ἀτύρωτον φυλάσσει, ἐναποκλυσθέντων αὐτῷ κλωναρίων, καὶ καθόλου ἐστὶν εὐστόμαχον καὶ ἀρτυματῶδες. γίνεται δὲ καὶ ἄγριον ἡδύοσμον, δασύτερον τοῖς φύλλοις καὶ βραχεῖ μεῖζον σισυμβρίου, τὴν ὀσμὴν βρωμωδέστερον καὶ ἧττον εἰς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν εὔθετον.
____________________
RV: ἡδύοσμον ἥμερον· οἱ δὲ μίνθα, οἱ δὲ καλαμίνθη, Ῥωμαῖοι μέντα, οἱ δὲ νεπέταμ, Αἰγύπτιοι τίς, οἱ δὲ φερθρου- μόνθου, οἱ δὲ περξώ, οἱ δὲ μακιθώ.
ἡδύοσμον ἄγριον· Ῥωμαῖοι μεντάστρουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Mentha sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kalaminthê
3.35.1 <καλαμίνθη>· ἡ μέν τις ὀρεινοτέρα ἐστίν, ἔχει δὲ φύλλα ὅμοια ὠκίμῳ, ὑπόλευκα, κλωνία δὲ καὶ κάρφη γεγωνιωμένα, ἄνθος πορφυροῦν. ἡ δέ τις γλήχωνι ἔοικε, μείζων δέ, ὅθεν ἀγρίαν τινὲς αὐτὴν γλήχωνα ὀνομάζουσι, διότι καὶ τῇ ὀσμῇ παρέοικε· ταύτην Ῥωμαῖοι νεπέταν καλοῦσιν. ἡ δὲ τρίτη ἔοικεν ἡδυόσμῳ ἀγρίῳ, ἐπιμηκεστέρα τοῖς φύλλοις, καυλῷ καὶ κλάδῳ
3.35.2 μείζων τῶν προειρημένων καὶ ἧττον ἐνεργής. πασῶν δὲ τὰ φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα, ῥίζα ἄχρηστος. φύεται δ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ καθύγροις. πινομένη δὲ καὶ καταπλασσομένη ἀρήγει ἑρπετοδήκτοις· ἄγει δὲ καὶ οὖρα τὸ ἀφέψημα πινόμενον· βοηθεῖ δὲ καὶ ῥήγ- μασι καὶ σπάσμασι καὶ ὀρθοπνοίᾳ καὶ στρόφοις καὶ χολέρᾳ καὶ ῥίγει, καὶ πρὸς τὰ θανάσιμα προπινομένη ποιεῖ σὺν οἴνῳ καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει ἕλμινθάς τε κτείνει καὶ ἀσκαρίδας σὺν ἁλσὶ καὶ μέλιτι πινομένη ἑφθή τε καὶ ὠμὴ τετριμμένη, ὠφελεῖ
3.35.3 καὶ ἐλεφαντιῶντας βρωθεῖσα ἐπιπινομένου ὀρροῦ γάλακτος. φθείρει δὲ καὶ ἔμβρυα καὶ ἔμμηνα ἄγει τὰ φύλλα λεῖα ἐν προς- θέτῳ, θυμιαθέντα δὲ ἑρπετὰ διώκει καὶ ὑποστρωννύμενα. λευκαίνει δὲ καὶ μελαίνας οὐλὰς ἑψηθεῖσα ἐν οἴνῳ καὶ κατα- πλασθεῖσα, καθαίρει καὶ ὑπώπια ἰσχιαδικοῖς τε ἐπιτίθεται εἰς μετασύγκρισιν, ἐπικαίουσα τὴν ἐπιφάνειαν, καὶ σκώληκας τοὺς ἐν ὠσὶ κτείνει ὁ χυλὸς ἐνσταζόμενος.
____________________
RV: καλαμίνθη· οἱ δὲ ὀσμῖτις, οἱ δὲ γλήχων ἀγρία, Αἰγύπτιοι βελλού, οἱ δὲ θεσμουζοεί, Ὀσθάνης .... <προφῆται> αἴλουρον ἢ πρόγονος Ἀπόλλωνος ἢ γόνος Ὥρου, Ῥωμαῖοι μεν- τάστρουμ, Σπάνοι κρόβουλα, Γάλλοι μεντασῶνε, Δάκοι τεύδιλα.
καλαμίνθη ὀρεινή· οἱ δὲ ὀριγανίς, οἱ δὲ μίνθην, Ῥωμαῖοι νεπέταμ, οἱ δὲ μέντα μοντάνα.
____________________
Identifications proposées :
- Calamintha sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
thumos
3.36.1 <θύμος>· γινώσκεται ὑπὸ πάντων. θαμνίσκιον φρυγα- νοειδές, φυλλαρίοις στενοῖς καὶ πολλοῖς περιειλημμένον, ἔχον ἐπ' ἄκρου κεφάλια ἄνθους <περίπλεα>, πορφυρίζοντα. μάλιστα δὲ φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ λεπτογείοις τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει πινόμενον μετὰ ἁλῶν καὶ ὄξους ἄγειν
3.36.2 φλεγματῶδες κατὰ κοιλίαν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ μετὰ μέλι- τος ὀρθοπνοϊκοῖς καὶ ἀσθματικοῖς βοηθεῖ ἕλμινθάς τε ἐξάγει καὶ ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα ἄγει· ἔστι δὲ καὶ οὐρητι- κόν, μιγὲν δὲ μέλιτι καὶ ἐκλειχθὲν εὐανάγωγα τὰ ἐκ θώρακος ποιεῖ. διαφορεῖ δὲ οἰδήματα πρόσφατα καταπλασθὲν μετ' ὄξους καὶ αἵματος θρόμβους διαλύει καὶ θύμους καὶ ἀκροχορ- δόνας αἴρει, καὶ ἰσχιαδικοῖς μετ' οἴνου καὶ ἀλφίτου ἐπιτεθὲν ἁρμόζει, ἀμβλυωποῦντάς τε ὠφελεῖ ἐσθιόμενον ἐν τροφῇ. εὔχρη- στον δὲ καὶ πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν ἀντὶ ἀρτύματος.
____________________
RV: θύμος· οἱ δὲ θύμον, οἱ δὲ θύμος λευκός, οἱ δὲ κεφαλωτός, οἱ δὲ ἐπιθυμίς, οἱ δὲ θύρσιον, Ῥωμαῖοι θούμουμ, Αἰγύπτιοι στέφανοι, Δάκοι μίζηλα, Θοῦσκοι μούτουκα.
____________________
Identifications proposées :
- Satureia thymbra (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le thym (thumos) est connu de tout le monde. C'est un petit sous-arbrisseau touffu, tout entouré de petites feuilles étroites et nombreuses, portant à l'extrémité <des rameaux> des "têtes" de fleurs purpurines. Il pousse surtout dans les lieux rocailleux et les terrains maigres. (trad. Suzanne Amigues)
RV: thumos : ou bien thumon, thumos leukos, kephalôtos, epithumis, thursion, chez les Romains thumum, chez les Egyptiens stephanoi, ches les Daces mizêla, chez les Thousques moutouka. MC.
thumbra
3.37.1.1 <θύμβρα>· καὶ αὐτὴ γνώριμος, γεννωμένη ἐν λεπτογείοις καὶ τραχέσι τόποις, ὁμοία θύμῳ, ἐλάσσων μέντοι καὶ ἁπαλω- τέρα, φέρουσα στάχυν ἄνθους μεστόν, ἔγχλωρον. δύναται δὲ τὰ αὐτὰ τῷ θύμῳ ὁμοίως λαμβανομένη καὶ πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν εὔθετος. γίνεται δὲ καὶ σπαρτὴ θύμβρα, κατὰ πάντα τῆς ἀγρίας ἐλάσσων, εὐχρηστοτέρα δὲ πρὸς βρῶσιν διὰ τὸ μὴ ἐπιτετάσθαι τὴν δριμύτητα.
____________________
RV: θύμβρα· οἱ δὲ ὀρσίνη, οἱ δὲ προβάτιος, οἱ δὲ ὀσμῖτις, οἱ δὲ ὀρίγανον ἄγριον, οἱ δὲ ἀγήρατον, Ῥωμαῖοι σα- τουρέϊαμ, οἱ δὲ θούμουμ, οἱ δὲ κούνουλα ῥούστικα, Αἰγύπτιοι σεκεμμένη.
____________________
Identifications proposées :
- Satureia thymbra (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La sarriette est elle aussi bien connue : elle vient dans les terrains maigres et rocailleux, et ressemble au thym, mais elle est plus basse, plus souple, et porte un épi floral dense, verdâtre.
Elle a les mêmes propriétés que le thym, prise dans des conditions identiques, et son emploi est bon pour la santé. Il existe aussi une sarriette venue de semis, inférieure en tous points à la variété sauvage, mais d'un emploi alimentaire plus facile, du fait de son âcreté moins intense. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
Satureja thymbra L., et, pour l'espèce venue de semis, Satureja hortensis L. (note Suzanne Amigues)
herpullos
3.38.1 <ἕρπυλλος>· ὁ μέν τίς ἐστι κηπευτός, σαμψουχίζων τῇ ὀσμῇ, καὶ στεφανωματικός· ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ἕρπειν τε καὶ ὅ τι ἂν αὐτοῦ μέρος θίγῃ τῆς γῆς, ῥιζοβολεῖν. ἔχει δὲ φύλλα καὶ κλωνία ὀριγάνῳ ἐμφερῆ, πλὴν λευκότερα· ἀπὸ δὲ αἱμασιῶν καθιέμενος εὐαυξέστερος γίνεται. ὁ δέ τίς ἐστιν ἄγριος, ὃς καὶ ζυγὶς καλεῖται, οὐχ ἕρπων, ἀλλ' ὀρθός, κλω- νία ἀνιεὶς λεπτά, φρυγανώδη, φύλλων περίπλεα ὁμοίων πη- γάνῳ, ὑπόστενα δέ ἐστι καὶ ἐπιμηκέστερα καὶ σκληρότερα <ταῦτα>,
3.38.2 ἄνθη γευομένῳ δριμέα, ὀσμὴ ἡδεῖα, ῥίζα ἄχρηστος. φύεται ἐν πέτραις, ἐνεργέστερος καὶ θερμαντικώτερος τοῦ κηπευτοῦ ὑπάρχων καὶ πρὸς τὴν ἐν ἰατρικῇ χρῆσιν ἐπιτηδειότερος· ἔμ- μηνά τε γὰρ ἄγει καὶ οὖρα κινεῖ πινόμενος· ὠφελεῖ <καὶ> στρό- φους, σπάσματα, ῥήγματα, ἥπατος φλεγμονὰς καὶ πρὸς ἑρπετὰ πινόμενός τε καὶ καταπλασσόμενος, κεφαλῆς τε ὀδύνην παρα- μυθεῖται ἑψηθεὶς σὺν ὄξει καὶ καταβραχεὶς μιγέντος αὐτῷ ῥοδίνου· μάλιστα δὲ ἐπὶ ληθάργου καὶ φρενίτιδος ἁρμόζει. παύει δὲ καὶ ἔμετον αἵματος δραχμῶν τεσσάρων πλῆθος μετ' ὄξους ποθείς.
____________________
RV: ἕρπυλλος· οἱ δὲ ζυγὶς ἀγρία, οἱ δὲ πόλιον, Αἰγύπτιοι μερουόπυος, Ῥωμαῖοι σερπούλλουμ, οἱ δὲ κίκερ ἠρράτικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Thymus sibthorpii (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le serpolet (herpullos) : on en cultive dans les jardins une espèce qui sent la marjolaine et s'emploie dans les couronnes. Il doit son nom au fait qu'il rampe et que toute partie de la plante qui touche la terre s'enracine. Il a des feuilles et de petits rameaux ressemblant à ceux de l'origan, quoique plus clairs. Quand on le laisse pendre du haut des murettes, il se développe bien mieux. Une autre espèce est sauvage, celle qu'on appelle aussi zugis ; dressée, au lieu d'être rampante, elle produit de petits rameaux grêles, en broussaille, tout couverts de feuilles semblables à celles de la rue, mais assez étroites, plus allongées et plus dures ; ses fleurs ont une saveur âcre ; son odeur est agréable, sa racine sans usage. Il pousse dans les rochers, contient plus de principes actifs et échauffants que la variété cultivée et se prête mieux à l'usage médical. (trad. Suzanne Amigues)
On s'accorde à reconnaître dans la 1ère espèce de "serpolet" de Dioscoride Thymus sibthorpii Bentham (très voisin de Thymus serpyllum L. (absent de Grèce), mais plus robuste), et dans sa 2ème espèce Thymus atticus Čelak. (note Suzanne Amigues)
sampsoukhon
3.39.1 <σάμψουχον>· κράτιστον τὸ Κυζικηνὸν καὶ Κύπριον, δευτερεύει δὲ τούτου τὸ Αἰγύπτιον· καλεῖται δὲ ὑπὸ Κυζικηνῶν καὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀμάρακον. πόα δέ ἐστι πολύκλωνος, ἕρ- πουσα ἐπὶ γῆς, φύλλα δασέα καὶ περιφερῆ ἔχουσα, ὅμοια τοῖς τῆς λεπτοφύλλου καλαμίνθης, σφόδρα εὐώδης καὶ θερμαντική, πλεκομένη καὶ εἰς στεφάνους. ἁρμόζει δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἐπὶ ἀρχομένων
3.39.2 ὑδρωπικῶν καὶ δυσουρούντων καὶ στροφουμένων. ξηρὰ δὲ τὰ φύλλα ἐπιπλασθέντα μετὰ μέλιτος αἴρει ὑπώπια καὶ ἔμμηνα ἄγει ἐν προσθέτῳ· πρὸς δὲ σκορπίου πληγὴν μετὰ ἁλῶν καὶ ὄξους καταπλάσσεται, πρὸς δὲ στρέμματα μετὰ κηρωτῆς ἀνα- λημφθέντα ἐπιτίθεται καὶ πρὸς οἰδήματα ὁμοίως ἀναλημφθέντα κηρωτῇ καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καταπλάσσεται μετὰ πάλης ἀλφίτου· μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ μαλάγμασι πρὸς τὸ θερμαίνειν.
____________________
RV: σάμψουχον· οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ ἀμάρακον, οἱ δὲ ἀγαθίδες, οἱ δὲ κνήκιον, οἱ δὲ ἄκαπνον, Πυθαγόρας θριαμ- βίς, Αἰγύπτιοι σοφώ, Ἀρμένιοι μύουρον, προφῆται γόνος <Ὀς>ίρεως, οἱ δὲ ὁμόγονος Ἴσεως, Ῥωμαῖοι μεζουράνα.
____________________
Identifications proposées :
- Majorana hortensis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
RV: sampsoukhon : ou bien triphullon, amarakon, agathidês, knêkion, akapnon, thriambris de Pythagore, en égyptien sophô, en arménien muouron, pour les prophètes fils d'Osiris, parent d'Isis, mezourana en romain.
melilôtos
3.40.1.1 <μελίλωτος>· κράτιστος ὁ ἐν Ἀττικῇ καὶ Κυζίκῳ καὶ Χαλκηδόνι γεννώμενος, κροκίζων καὶ εὐώδης· φύεται δὲ καὶ ἐν Καμπανίᾳ περὶ Νῶλαν τηλίζων καὶ ἄτονος κατὰ τὴν εὐω- δίαν. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, μαλακτικὴν πάσης φλεγμονῆς, μάλιστα δὲ τῆς περὶ ὀφθαλμοὺς καὶ μήτραν καὶ δακτύλιον καὶ διδύμους μετὰ γλυκέος ἑψηθεὶς καὶ καταπλασθείς, ἐνίοτε δὲ καὶ ᾠοῦ λεκίθου ὀπτῆς παραμιγείσης ἢ τηλίνου ἀλεύρου ἢ
3.40.2 λινοσπέρμου ἢ γύρεως ἢ κωδυῶν ἢ σέρεως· θεραπεύει καὶ μελικηρίδας προσφάτους καθ' ἑαυτὸν ἐν ὕδατι καὶ ἀχῶρας σὺν γῇ Χίᾳ καὶ οἴνῳ ἢ κηκίδι καταχριόμενος ἄλγημά τε στομάχου μετ' οἴνου ἑφθός <τε> καὶ ὠμὸς σύν τινι τῶν προειρημένων καὶ ὠταλγίας παύει σὺν γλυκεῖ ὠμὸς χυλισθεὶς καὶ ἐνσταζό- μενος καὶ κεφαλαλγίας πραΰνει ἐμβρεχόμενος μετ' ὄξους καὶ ῥοδίνου.
____________________
RV: μελίλωτον· οἱ δὲ ζωοδότιον, οἱ δὲ ὀρθάδιον, οἱ δὲ μελίλλωτον, προφῆται θερμοῦτις, Αἰγύπτιοι αἰμείθ, Ῥωμαῖοι σέρκακλαμ, οἱ δὲ τριπαρτίτουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Melilotus sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le mélilot (melilôtos) : le meilleur est celui qui croît en Attique, à Cyzique et à Chalcédoine, qui est de couleur safranée et odorant. Il en pousse aussi en Campanie dans la région de Nole, qui ressemble au fenugrec (têlis) et qui est faiblement odorant. (trad. Suzanne Amigues)
Melilotus sp. (note Suzanne Amigues)
sisumbrion
3.41.1 <σισύμβριον>· οἱ δὲ ἕρπυλλον ἄγρι<ον μέγ>αν καλοῦ- σιν· ἐν χέρσοις φύεται, ἐοικὸς ἡδυόσμῳ, πλατυφυλλότερον δὲ καὶ εὐωδέστερον, στεφανωματικόν. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· ἁρμόζει δὲ πρὸς στραγγουρίας καὶ λιθιάσεις σὺν οἴνῳ πινόμενον τὸ σπέρμα καὶ στρόφους καὶ λυγμοὺς παύει. τὰ δὲ φύλλα καταπλάσσεται πρὸς κεφαλαλγίαν ἐπὶ τῶν κροτάφων καὶ τοῦ μετώπου πρός τε σφηκῶν πληγὰς καὶ μελισσῶν· ἵστησι δὲ καὶ ἐμέτους ποθέν.
____________________
RV: σισύμβριον· οἱ δὲ ἕρπυλλον μέγαν καλοῦσιν, οἱ δὲ Ἀφροδίτης στέφανος, Ῥωμαῖοι αὐστεράλις, οἱ δὲ ἕρβα βενέρια.
____________________
Identifications proposées :
- Mentha silvestris, Mentha viridis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le calament (sisumbrion) : on l'appelle aussi "grand serpolet sauvage" ; il pousse dans des lieux arides et ressemble à la menthe, avec des feuilles plus planes et un parfum plus agréable ; on peut en faire des couronnes.
Il a des propriétés échauffantes. Prises dans du vin, sa semence est bonne pour les rétentions d'urine et les calculs ; elle arrête les coliques et le hoquet ; ses feuilles sont utilisées en compresses sur les tempes et le front contre les maux de tête et contre les piqûres de guêpes et d'abeilles. En boisson, il fait cesser aussi les vomissements. (trad. Suzanne Amigues)
Pour le sisumbrion, on a souvent proposé, contre toute vraisemblance, Mentha aquatica L. Le recoupement de la notice de Dioscoride et des données fournies par Théophraste et par Pline me fait penser à Calamintha nepeta (L.) Savi + Calamintha incana (Sibth. & Sm.) Boiss. (note Suzanne Amigues)
mâron
3.42.1 <μᾶρον> ἢ ὑσόβρυον· πόα γνώριμος, φρυγανώδης, ὁμοία τῷ ἄνθει ὀριγάνῳ· τὰ μέντοι φύλλα τούτου λευκότερα πολλῷ καὶ τὸ ἄνθος εὐωδέστερον. ἔχει δὲ δύναμιν ὁμοίαν σισυμβρίῳ, ὑποστῦφον καὶ θερμαῖ- νον ἠρέμα, ὅθεν νομάς τε ἵστησι καταπλασσόμενον καὶ εἰς τὰ θερμαντικὰ τῶν συγχρισμάτων μείγνυται. γεννᾶται δὲ κατὰ Μαγνησίαν καὶ Τράλλεις πλεῖστον.
____________________
RV: μᾶρον· οἱ δὲ ὀριγανίδα καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Amaracus sipyleus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
akinos
3.43.1.1 <ἄκινος> ἢ ἄκονος· πόα ἐστὶ λεπτόκαρφος, στεφανωμα- τική, παραπλήσιος ὠκίμῳ, δασυτέρα δὲ καὶ εὐώδης· παρ' ἐνίοις δὲ καὶ κηπεύεται. ἵστησι δὲ κοιλίαν καὶ ἔμμηνα πινομένη φύγεθλά τε καὶ ἐρυσιπέλατα καταπλασσομένη θεραπεύει.
____________________
RV: ἄκινος· Ῥωμαῖοι ὠκιμάστρουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Acinos pilosum ou Thymus acinos (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
bakkharis
3.44.1 <βάκχαρις>· βοτάνη ἐστὶν εὐώδης, στεφανωματική, ἧς τὰ φύλλα τραχέα, μέγεθος ἔχοντα μεταξὺ ἴου καὶ φλόμου· καυ- λὸς δὲ γωνιώδης, πήχεως τὸ ὕψος, ὑπότραχυς, ἔχων παρα- φυάδας, ἄνθη δὲ ἐμπόρφυρα, ὑπόλευκα, εὐώδη, ῥίζαι δὲ ὅμοιαι ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου, ἐοικυῖαι τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ. φιλεῖ δὲ τραχέα χωρία καὶ ἄνικμα. ταύτης ἡ ῥίζα ἑψηθεῖσα ἐν ὕδατι βοηθεῖ σπάσμασι, πτώ- μασι, ῥήγμασι, δυσπνοίαις, βηχὶ χρονίᾳ, δυσουρίᾳ· ἄγει δὲ καὶ
3.44.2 ἔμμηνα καὶ θηριοδήκτοις χρησίμως σὺν οἴνῳ δίδοται. προστε- θεῖσα δὲ μία τῶν ῥιζῶν ἁπαλῶν ἕλκει ἔμβρυα, ταῖς τε λοχοῖς εἰς ἐγκάθισμα τὸ ἀφέψημα αὐτῆς ἁρμόζει καὶ εἰς διαπάσματα χρησιμεύει ἱκανὴν ἔχουσα τὴν εὐωδίαν. τὰ δὲ φύλλα στυπτικὰ ὄντα καταπλασσόμενα ὠφελεῖ κεφαλαλγίαν καὶ ὀφθαλμῶν φλεγ- μονὰς καὶ αἰγίλωπα ἀρχόμενον καὶ μαστοὺς ἐκ τοκετῶν φλεγ- μαίνοντας καὶ ἐρυσιπέλατα· ἔστι δὲ καὶ ὑπνοποιὸς ἡ ὀσμή.
____________________
RV: ἄσαρον.
____________________
Identifications proposées :
- Helichrysum sanguineum = Gnaphalium sanguineum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
pêganon
3.45.1 <πήγανον>· τὸ ὄρειον καὶ ἄγριον τοῦ ἡμέρου δριμύτερον καὶ ἄθετον πρὸς βρῶσιν, τοῦ δὲ κηπευτοῦ ἐδωδιμώτερον τὸ παρὰ ταῖς συκαῖς φυόμενον. ἀμφότερα δὲ θερμαντικά, καυστικά, ἑλκωτικά, οὐρητικά, ἐμμήνων ἀγωγὰ ἐσθιόμενά τε καὶ πινόμενα κοιλίαν ἵστησι καὶ τῶν φθαρτικῶν φαρμάκων ἐστὶν ἀντίδοτος ὅσον ὀξύβαφον τοῦ σπέρματος ποθέντος μετ' οἴνου· καὶ προβρωθέντα δὲ τὰ φύλλα καθ' ἑαυτὰ καὶ μετὰ καρύων βασιλικῶν καὶ σύκων ξηρῶν ἄπρακτα καθίστησι τὰ θανάσιμα καὶ πρὸς ἑρπετὰ ἁρμόζει ὁμοίως λαμ-
3.45.2 βανόμενα γονήν τε σβέννυσιν ἐσθιόμενον καὶ πινόμενον. ἑψη- θὲν δὲ σὺν ἀνήθῳ ξηρῷ καὶ ποθὲν στρόφους παύει· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς πλευρᾶς πόνον καὶ θώρακος, δύσπνοιαν, βῆχας, περι- πνευμονίαν, ἀλγήματα ἰσχίων, ἄρθρων, ῥίγη περιοδικὰ πινό- μενον ὡς προείρηται· καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις δὲ κόλου καὶ ὑστέρας καὶ ἀπευθυσμένου σὺν ἐλαίῳ ἑψηθὲν καὶ ἐνεθὲν πνί- γας τε ὑστερικὰς λεῖον μετὰ μέλιτος κατὰ τοῦ αἰδοίου ἄχρι
3.45.3 δακτυλίου ἐπιτεθὲν παραιτεῖται. ἀποζεσθὲν δὲ σὺν ἐλαίῳ καὶ ποθὲν ἕλμινθας ἐκτινάσσει· καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ἄρθρων ἀλγήματα σὺν μέλιτι, σὺν δὲ σύκῳ πρὸς ὕδρωπας ὑποσαρκι- δίους· καὶ πινόμενον δὲ βοηθεῖ τούτοις καθεψηθὲν ἐν οἴνῳ ἄχρις ἡμίσους. ἔστι δὲ καὶ ὀξυωπὲς ἐσθιόμενον ὠμὸν καὶ ταρι- χευτὸν καὶ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς περιωδυνίας σὺν ἀλφίτοις κατα- πλασθὲν πραΰνει, σὺν ῥοδίνῳ δὲ καὶ ὄξει κεφαλαλγοῦσι βοηθεῖ καὶ αἱμορραγίας τὰς ἐκ μυκτήρων λεῖον ἐντεθὲν ἵστησι. τὰς δὲ τῶν διδύμων φλεγμονὰς σὺν δάφνης φύλλοις καταπλασθὲν
3.45.4 ὠφελεῖ καὶ τὰ ἐξανθήματα σὺν μυρσίνῃ κηρωτῇ· σὺν νίτρῳ δὲ καὶ πεπέρει σμώμενον λευκὸν ἀλφὸν ἰᾶται, καταπλασθὲν δὲ μετὰ τῶν αὐτῶν θύμους καὶ μυρμηκίας αἴρει, ὠφελεῖ καὶ λει- χῆνας σὺν μέλιτι καὶ στυπτηρίᾳ ἐπιτιθέμενον. ὁ δὲ χυλὸς ποιεῖ πρὸς ὠταλγίαν ἐν σιδίῳ θερμαινόμενος καὶ ἐγχεόμενος καὶ ἀμ- βλυωπίαις βοηθεῖ μετὰ μαράθου χυλοῦ καὶ μέλιτος ἐγχριόμενος ἐρυσιπέλατά τε καὶ ἕρπητας καὶ ἀχῶρας σὺν ὄξει καὶ ψιμυθίῳ καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος, ἰᾶταί τε τὰς ἀπὸ σκόρδων καὶ κρο- μύων ὀσμὰς καὶ δριμύτητας παύει ἐπιμασηθέν.
3.45.5 τὸ δὲ ἄγριον πολὺ βρωθὲν κτείνει· ὑπὸ δὲ τὴν ἄνθησιν εἰς τὰς ἁλμεύσεις συλλεγόμενον φοινίσσει καὶ φυσᾷ τὸν χρῶτα σὺν κνησμῷ καὶ φλεγμονῇ σφοδρᾷ· δεῖ δὲ προαλειψαμένους τὸ πρόσωπον καὶ τὰς χεῖρας οὕτως συλλέγειν. φασὶ δὲ τὸν χυλὸν ἐπιρρανθέντα ὄρνιθι ἀπερύκειν τοὺς αἰλούρους. τὸ δ' ἐν Μακεδονίᾳ φυόμενον παρὰ τὸν Ἁλιάκμονα ποταμὸν ἀναιρεῖν φασι βρωθέν· ὀρεινὸς δὲ ὁ τόπος ὑπάρχει καὶ ἐχιδνῶν πλήρης. τὸ δὲ σπέρμα αὐτοῦ πινόμενον πρὸς τὰ ἐντὸς ποιεῖ καὶ ἀντι- δότοις μείγνυται χρησίμως.
____________________
RV: πήγανον κηπαῖον· Ῥωμαῖοι ῥοῦτα ὁρτήνσις, Αἰγύ- πτιοι ἐπνουβού, Σύροι ἁρμαλά, οἱ δὲ βησσασά, Ἄφροι χουρμά.
πήγανον ὀρεινόν· οἱ δὲ ῥυτὴν ὀρεινήν, Ῥωμαῖοι ῥοῦτα μοντάνα.
____________________
Identifications proposées :
- Ruta graveolens (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La rue (pêganon) : l'espèce montagnarde et sauvage est plus âcre et plus impropre à la consommation que l'espèce cultivée, et la plante qui pousse auprès des figuiers est plus comestible que celle des jardins. L'une et l'autre sont échauffantes, caustiques, vulnéraires, diurétiques, emménagogues... (etc.). (trad. Suzanne Amigues)
RV : La rue des jardins : pour les Romains, ruta hortensis (...), pour les Syriens harmala ou encore bessasa (...). (trad. Suzanne Amigues)
pêganon agrion
3.46.1 καλοῦσί τινες <πήγανον ἄγριον> καὶ τὸ ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ ἐν τῇ κατ' Ἀσίαν Γαλατίᾳ λεγόμενον μῶλυ. ἔστι δὲ θάμνος ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλὰς ἀναφέρων ῥάβδους, ἔχων φύλλα μακρότερα πολλῷ τοῦ ἄλλου πηγάνου καὶ τρυφερώτερα, βα- ρύοσμα, ἄνθος λευκὸν ἐπ' ἄκρου τε κεφάλια ὀλίγῳ μείζονα τοῦ ἡμέρου πηγάνου, ἐκ τριῶν μάλιστα μερῶν συγκείμενα, ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον, τρίγωνον, πικρὸν ἱκανῶς πρὸς τὴν γεῦσιν, οὗ καὶ ἡ χρῆσις.
3.46.2 φθινοπώρῳ δὲ ἐκπεπαίνεται τὸ σπέρμα, ἁρμόζον πρὸς ἀμβλυωπίας μετὰ μέλιτος λεαινόμενον καὶ οἴνου καὶ χολῆς ἀλεκτορίδων καὶ κρόκου καὶ μαράθου χυλοῦ. καλοῦσι δέ τινες αὐτὸ ἁρμαλά, Σύροι δὲ βήσσασαν, Καππάδοκες δὲ μῶλυ, ἐπειδὴ κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν, τῇ ῥίζῃ μέλαν καὶ τῷ ἄνθει λευκὸν ὑπάρχον. φύεται δὲ ἐν γεωλόφοις καὶ εὐγείοις χωρίοις.
____________________
Identifications proposées :
- Peganum harmala (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Certains appellent aussi rue sauvage (pêganon agrion) la plante qui porte en Cappadoce et chez les Galates d'Asie le nom de moly. C'est une plante buissonnante qui émet à partir d'une racine unique de nombreux rameaux et qui a des feuilles beaucoup plus longues que l'autre rue et plus molles, d'odeur forte, une fleur blanche, et à l'extrémité <des rameaux> de petites "têtes" un peu plus grosses que celles de la rue cultivée, composées approximativement de trois parties contenant une graine orangée, triangulaire, assez amère au goût, dont on fait usage. La graine vient à complète maturité en automne ; elle est bonne pour les faiblesses de la vue, broyée avec du miel, du vin, du fiel de poule, du safran et du suc de fenouil. Certains appellent cette plante harmala, les Syriens bessasa, les Cappadociens moly, parce qu'elle ne laisse pas de ressembler dans une certaine mesure au moly, avec sa racine noire et sa fleur blanche. Elle pousse sur les collines et dans les terrains fertiles. (in extenso. trad. Suzanne Amigues)
môlu
3.47.1 <μῶλυ>· τὰ μὲν φύλλα ἔχει ἀγρώστει ὅμοια, πλατύτερα δέ, ἐπὶ γῆν <κλώμενα>, ἄνθη <δὲ> λευκοΐοις παραπλήσια, γα- λακτόχροα, ἥσσονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ ἴου, καυλὸν δὲ λεπτόν, πή- χεων τεσσάρων· ἐπ' ἄκρου δὲ ἔπεστιν ὡσεὶ σκορδοειδές τι· ῥίζα δὲ μικρά, βολβοειδής. αὕτη σφόδρα ἀγαθὴ πρὸς ὑστέρας ἀναστομώσεις τετριμ- μένη καὶ μετ' αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένη ἐν πεσσῷ.
____________________
RV: μῶλυ· οἱ δὲ λευκόϊον ἄγριον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Allium nigrum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le molu a les feuilles semblables à celles du chiendent, mais plus larges, retombantes, des fleurs assez voisines de celles des perce-neige (leukoion), couleur de lait, mais plus petites que celles du perce-neige, une tige grêle, de quatre coudées, surmontée à l'extrémité comme qui dirait de quelque chose qui rappelle l'ail ; la racine est petite, bulbeuse - (ou : semblable à celle d'un muscari) -. Celle-ci, broyée et appliquée en pessaire avec de la farine d'ivraie, est très bonne pour les matrices béantes. (in extenso. - (trad. Suzanne Amigues)
RV : Molu : on l'appelle aussi "perce-neige sauvage". (trad. Suzanne Amigues)
____________________
Traduction de Berendes
Das Moly [Einige nennen es wilde Levkoje] hat grasähnliche über den Boden gestreckte Blätter, der Levkoje ähnliche milchfarbige Blüten, kleiner aber als die des Veilchens, einen zarten, vier Ellen hohen Stengel; an dessen Spitze befindet sich ein Gebilde wie beim Knoblauch. Die Wurzel ist klein, zwiebelartig, sie ist sehr gut gegen Verengung der Gebärmutter, wenn sie mit Irissalbe zerrieben und im Zäpfchen eingelegt wird.
Commentaires de Berendes
Theophrast sagt (Hist. pl. IX, 15, 7) vom Moly : "Es wächst bei Pheneos (Stadt in Arkadien) und am Kyllene (das höchste Gebirge im Peloponnes, auch eine Stadt in Elis), es soll dem ähnlich sein, dessen Homer Erwähnung thut, hat eine runde zwiebelartige Wurzel und ein Blatt wie die Meerzwiebel, es dient gegen Gifte und magische Betrügereien."
Die Identificirung des Moly hat eine reichhaltige Literatur hervorgerufen. Einige wollen daaselbe für Peganum Harmala nebmen, mit Bezug auf die Stelle bei Hippokrates, De dieta II 26 : πήγανον... καὶ πρὸς τὰ φάρμακα τὰ βλαφαρὰ ὠφέλιμον, das Peganon... wirksam gegen die verderblichen Mittel. Andere haben es für Allium nigrum L. oder als eine eigene Art für Allium Moly Boerh. gebalten. Ob Homer eine wirkliche Pflanze unter seinem Moly verstanden hat, oder ob es nicht vielmehr ein abstracter Begriff für Abwehrmittel, abgeleitet von μωλύω ist, lässt sich schwer entscheiden. Für letztere Ansicht sprechen die Verse Ovid's (Metamorph. XIV 291), welche es geradezu auf die Götter beziehen :
- Pacifer huic florem Cyllenius dederat album,
- Moly vocant superi, nigra radice tenetur.
- (Weiss verlieh ihm die Blüthe der Friedensgott vom Cyllene,
- Moly heissen's die Hohen, schwarz ist die haftende Wurzel.)
Fraas zieht Allium magicum L. (Liliaceae) hierher, da die starke Wurzel und die Höhe stimmen, in der Voraussetzung, dass es weiss blüht. Die Angabe des 4 Ellen (1,5 m) hohen Stengels hat viele Autoren stutzig gemacht, sie haben deshalb statt πήχεων, Ellen, παλαιστῶν, Handbreite, vorgeschlagen. Fraas erzählt S. 291 Anm., ein Capitän Mc Adam habe ihm aus Kleinasien (Smyrnas Umgegend) eine Zwiebel nebst 4 Fuss hohem Schaft ohne Blüthe mitgebracht, mit dem Zusatze, es sei dies Homer's Moly. Der Knollen sei gepflanzt und gewachsen, eine Blüthe habe er noch nicht gesehen.
panakes Hêrakleion
3.48.1 <πάνακες Ἡράκλειον>, ἐξ οὗ ὁ ὀποπάναξ συλλέγεται, πλεῖστον γεννᾶται ἐν τῇ Βοιωτίᾳ καὶ ἐν Ψωφίδι τῆς Ἀρκαδίας, ὥστε καὶ ἐπίτηδες κηπεύεσθαι διὰ τὴν ἐκ τοῦ ὀποῦ πρόσοδον. φύλλα δὲ ἔχει τραχέα, χαμαιπετῆ, χλωρὰ σφόδρα, πρὸς τὰ τῆς συκῆς, ἐν τῷ περιφερεῖ ἐπεσχισμένα πενταμερῶς· καυλὸν δὲ ὥσπερ νάρθηκος, ὑψηλότατον, ἔχοντα χνοῦν λεπτόν, λευκὸν καὶ φύλλα περὶ αὐτὸν μικρότατα· σκιάδιον δ' ἐπ' ἄκρου ὡς ἀνήθου, ἄνθος δὲ μήλινον, σπέρμα εὐῶδες καὶ πυρωτικόν, ῥίζας πλείονας ἐκ μιᾶς ἀρχῆς, λευκάς, βαρυόσμους, παχὺν ἐχού-
3.48.2 σας τὸν φλοιόν, ὑπόπικρον ἐν τῇ γεύσει. φύεται δὲ καὶ ἐν Κυ- ρήνῃ τῆς Λιβύης καὶ ἐν Μακεδονίᾳ. ὀπίζεται δὲ ἡ ῥίζα ἐπιτεμνομένη ἀρτιβλάστων ὄντων τῶν καυλῶν· ἀνίησι δὲ λευκὸν ὀπόν, ὃς ξηρανθεὶς κατὰ τὴν ἐπιφά- νειαν κροκίζει. δέχονται δὲ τὸ ἀπορρέον εἰς φύλλα προϋποτι- θέντες εἰς κεκοιλωμένον ἔδαφος, ἀναιροῦνται δὲ ξηρανθέντα· ὀπίζουσι δὲ καὶ τὸν καυλὸν ἐπιτέμνοντες κατὰ τὸν πυραμητὸν
3.48.3 καὶ ὁμοίως δεχόμενοι τὸ ἀπορρέον. εἰσὶ δὲ τῶν ῥιζῶν βελ- τίους αἱ λευκαὶ καὶ ξηραί, τεταναὶ καὶ ἄβρωτοι, πυρώδεις ἐν τῇ γεύσει καὶ ἀρωματίζουσαι· καρπὸς δ' εὔθετος ὁ ἐκ μέσου τοῦ νάρθηκος· ὁ γὰρ ἐκ τῶν παραφυάδων ἐστὶν ἀτροφώτερος. τοῦ δὲ ὀποῦ διαφέρει ὁ πικρότερος τῇ γεύσει, ἔνδοθεν μὲν λευκός, ἔξωθεν δὲ κροκίζων, λεῖος, λιπαρός, εὔθρυπτος, ταχέως δὲ διειμένος, βαρύοσμος· ὁ δὲ μέλας φαῦλος καὶ ὁ μαλακός· δολοῦται γὰρ ἀμμωνιακῷ καὶ κηρῷ. δοκιμάζεται δὲ ὕδατι δια- τριβόμενος τοῖς δακτύλοις· ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακ- τοῦται.
3.48.4 δύναμις δ' αὐτοῦ ἐστι θερμαντική, λεπτυντική, μαλακτική, ὅθεν ἁρμόζει πρὸς ῥίγη καὶ περιόδους, σπάσματα, ῥήγματα, πλευρᾶς ἀλγήματα, βῆχας, στρόφους, στραγγουρίας, ψώρας τὰς ἐν κύστει σὺν μελικράτῳ ἢ οἴνῳ ποτιζόμενος ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει καὶ ἐμπνευματώσεις τὰς ἐν ὑστέρᾳ καὶ σκληρίας διαφορεῖ σὺν μέλιτι ἀνεθείς. ἔστι δὲ καὶ σύγχρισμα ἰσχιάδος· μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ κεφαλαλγικαῖς δυνάμεσι, περιρρήττει καὶ ἄνθρακας, ἁρμόζει καὶ ποδαγρικοῖς μετὰ στα-
3.48.5 φίδος ἡμέρου καταπλασσόμενος. παραιτεῖται δὲ καὶ τὰ τῶν ὀδόν- των ἀλγήματα ἐντιθέμενος τοῖς βρώμασιν ὀφθαλμῶν τέ ἐστιν ὀξυδερκὲς ἔγχριστον, μιγεὶς δὲ πίσσῃ ἔμπλαστρός ἐστι πρὸς τοὺς λυσσοδήκτους ἀρίστη. καὶ ἡ ῥίζα δὲ ξυσθεῖσα καὶ προστε- θεῖσα μήτρᾳ ἄγει ἔμβρυα, πρός τε ἕλκη παλαιὰ ποιεῖ καὶ τὰ ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων σαρκοῖ λεία καταπλασσομένη καὶ σὺν μέλιτι δὲ ἐγχριομένη. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ σὺν ἀψινθίῳ ληφ- θεὶς ἔμμηνα ἄγει, σὺν ἀριστολοχείᾳ δὲ πρὸς τὰ ἰοβόλα ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰς ὑστερικὰς πνίγας σὺν οἴνῳ ποτιζόμενος.
____________________
RV: πάναξ Ἡράκλειος ἢ πάναξ Ἀσκληπιάδειος· οἱ δὲ κορώνιον, Ῥωμαῖοι λιγούστικι ῥάδιξ, οἱ δὲ ὀλισάθρουμ μάϊους, Αἰγύπτιοι ναπώ.
____________________
Identifications proposées :
- Opoponax hispidus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
panakes Asklêpieion
3.49.1 <πάνακες Ἀσκληπί<ει>ον>· ἀνίησιν ἀπὸ γῆς καυλὸν λεπτόν, πηχυαῖον, γόνασι διειλημμένον, περὶ ὃν τὰ φύλλα ὅμοια μαράθῳ, μείζονα δὲ καὶ δασύτερα, εὐώδη, καὶ ἐπ' ἄκρου σκιάδιον, ἐφ' οὗ τὰ ἄνθη χρυσοειδῆ, δριμέα, εὐώδη· ῥίζα δὲ μικρά, λεπτή. δύναμιν δὲ ἔχει εὔθετον τὸ ἄνθος καὶ ὁ καρπὸς πρὸς ἕλκη καὶ φύματα καὶ φαγέδαιναν λεῖα σὺν μέλιτι ἐπιτιθέμενα, καὶ πρὸς ἑρπετὰ πινόμενα σὺν οἴνῳ καὶ συναλειφόμενα ἐλαίῳ. καλοῦσί τινες πάνακες καὶ τὴν ἀγρίαν ὀρίγανον, οἱ δὲ κονίλην, περὶ ἧς εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ὀριγάνου (III 29).
____________________
Identifications proposées :
- Ferula nodosa ou Echinophora tenuifolia (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La panacée d'Esculape dresse au-dessus du sol une tige fine, haute d'une coudée -(= 0,44 m)-, divisée par des nœuds et entourée de feuilles semblables à celles du fenouil, mais plus grandes et plus fournies -(ou poilues ?)-, d'odeur agréable ; elle se termine par une petite ombelle qui supporte les fleurs jaune d'or, âcres, d'odeur agréable ; la racine est petite, fine.
La fleur et le fruit ont des vertus appropriées au traitement des plaies, des tumeurs et du cancer, réduits en poudre et appliqués avec du miel, et à celui des morsures de serpents, en boisson avec du vin et en onction avec de l'huile. Certains appellent "panacée" également l'origan sauvage ou encore konilê, dont il a été question à propos de l'origan -(III, 29)-. (in extenso. trad. Suzanne Amigues)
Sprengel a proposé Echinophora tenuifolia L. (Note Suzanne Amigues)
panakes Kheirônion
3.50.1 <πάνακες Χειρώνιον>· φύεται μάλιστα ἐν τῷ Πηλίῳ ὄρει. φύλλα δὲ ἔχει ἀμαράκῳ ἐμφερῆ, ἄνθη χρυσοειδῆ, ῥίζαν λεπτὴν καὶ οὐ βαθεῖαν, γευομένῳ δὲ δριμεῖαν. δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα πρὸς ἑρπετὰ πινομένη· καὶ ἡ κόμη δὲ ἐπιπλασσομένη πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.
____________________
Identifications proposées :
- Helianthemum ovatum = Helianthemum vulgare (Beck) (Helianthum !)
- reproduit commentaires de Berendes (Aufmesser) (Helianthenum !)
- Helianthemum vulgare, Inula helenium (Berendes)
- (García Valdés)
- Hypericum origanifolium (Sprengel d'après Berendes)
- Hypericum olympicum (Frass d'après Berendes)
ligustikon
3.51.1 <λιγυστικόν>· φύεται μὲν πλεῖστον ἐν Λιγυρίᾳ, ὅθεν καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχηκεν, ἐν τῷ καλουμένῳ Ἀπεννίνῳ· ὄρος δέ ἐστιν ὁμοροῦν ταῖς Ἄλπεσι. πάνακες δὲ αὐτὸ καλοῦσιν οἱ ἐπιχώριοι οὐκ ἀλόγως, ἐπεὶ ἡ ῥίζα [καὶ ὁ καυλὸς] ἔοικε τῇ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ πάνακος καὶ ἡ δύναμις ὁμοία καθέστηκε. φύεται δὲ ἐν τοῖς ὑψηλοτάτοις καὶ τραχυτέροις καὶ συσκίοις ὄρεσι, μά-
3.51.2 λιστα δὲ παρὰ τοῖς ῥύαξι. καυλίον δὲ φέρει λεπτόν, ὅμοιον ἀνήθῳ, γεγονατωμένον, περὶ ὃ τὰ φύλλα ἐοικότα τοῖς τοῦ με- λιλώτου, τρυφερώτερα δὲ καὶ εὐώδη, ἰσχνότερα δὲ τὰ πρὸς ἄκρῳ τῷ καυλῷ καὶ μᾶλλον ἐπεσχισμένα· ἐπ' ἄκρου δὲ σκιάδιον, ἐφ' οὗ καὶ τὸ σπέρμα μέλαν, ναστόν, ὑπόμηκες, πρὸς τὸ τοῦ μαράθου, γευσαμένῳ δὲ δριμὺ καὶ ἀρωματίζον, ῥίζα λευκή, ὁμοία τῇ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ πάνακος, εὐώδης. δύναμις δὲ τοῦ σπέρματος καὶ τῆς ῥίζης θερμαντική, πε- πτική, ἁρμόζουσα πρὸς τὰ ἐντὸς ἀλγήματα καὶ οἰδήματα καὶ ἐμπνευματώσεις καὶ μάλιστα τὰς περὶ στόμαχον καὶ θηρίων
3.51.3 πληγάς. ἄγει δὲ καὶ οὖρα καὶ ἔμμηνα πινομένη· καὶ ἡ ῥίζα δὲ προστιθεμένη τὸ αὐτὸ ποιεῖ. μείγνυται δὲ τὸ σπέρμα καὶ ἡ ῥίζα χρησίμως ταῖς ὀξυπόροις καὶ πεπτικαῖς δυνάμεσιν· ἱκανῶς δέ ἐστιν εὔστομον, ὅθεν καὶ ἀντὶ πεπέρεως αὐτῷ χρῶν- ται οἱ ἐπιχώριοι, μίσγοντες τοῖς προσοψήμασι. δολοῦται δὲ σπέρματί τινι παρομοίῳ, ὃ διακρίνεις τῇ γεύσει· πικρὸν γάρ ἐστιν. ἔνιοι δὲ καὶ μαράθου ἢ σεσέλεως σπέρμα μίσγοντες δολοῦσιν.
____________________
RV: λιγουστικόν· οἱ δὲ πανάκειαν καλοῦσι, Ῥωμαῖοι πάνακες.
____________________
Identifications proposées :
- Levisticum officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
staphulinos agrios
3.52.1 <σταφυλῖνος ἄγριος>· οἱ δὲ κέρας καλοῦσι. φύλλα μὲν ἔχει ὅμοια γιγγιδίῳ, πλατύτερα δὲ καὶ ὑπόπικρα, καυλὸν δὲ ὄρθιον, τραχύν, σκιάδιον ἔχοντα ἀνήθῳ παραπλήσιον, ἐφ' οὗ ἄνθη λευκά, ἐν μέσῳ δὲ μικρόν τι πορφυροειδὲς οἱονεὶ κροκύ- διον· ῥίζα δὲ δακτύλου πάχος, σπιθαμιαία, εὐώδης, ἐδωδίμη ἑφθή.
3.52.2 τούτου ὁ καρπὸς ποθεὶς ἢ καὶ προστεθεὶς ἔμμηνα κινεῖ, ἁρ- μόζει καὶ δυσουροῦσι καὶ ὑδρωπικοῖς καὶ πλευριτικοῖς ἐν ποτή- ματι καὶ πρὸς θηρίων δὲ δήγματα καὶ πληγάς· τοὺς δὲ προλα- βόντας φασὶ μὴ ἀδικεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἑρπετῶν· συνεργεῖ δὲ καὶ συλλήψει. ἡ δὲ ῥίζα καὶ αὐτὴ οὐρητικὴ οὖσα συνουσίαν τε παρορμᾷ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει προστιθεμένη. τὰ δὲ φύλλα λεῖα μετὰ μέλιτος ἐπιτιθέμενα τὰ φαγεδαινικὰ ἕλκη ἀνακαθαίρει. ὁ δὲ κηπευτὸς σταφυλῖνος ἐδωδιμώτερος ὢν ἁρμόζει πρὸς τὰ αὐτά, καταδεέστερον ἐνεργῶν.
____________________
RV: σταφυλῖνος ἄγριος, οἱ δὲ κέρας, [οἱ δὲ κέρας κόμην καλοῦσιν] Ῥωμαῖοι καρώταμ, οἱ δὲ παστινάκα ῥούστικα, Αἰ- γύπτιοι βαβιβυρού, Ἄφροι σιχχάμ.
σταφυλῖνος κηπαῖος, Ῥωμαῖοι παστινάκαμ, Ἄφροι σιχχάμ, οἱ δὲ σιχκιριάμ.
____________________
Identifications proposées :
- Daucus carota var. silvestris (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
seseli
3.53.1 <σέσελι>· τὸ μὲν Μασσαλιωτικὸν φύλλα ἔχει μαράθῳ ἐοικότα, παχύτερα δὲ καὶ τὸν καυλὸν εὐερνέστερον ἔχει, σκιάδιον δὲ ἀνήθῳ ὅμοιον, ἐφ' οὗ ὁ καρπὸς ὑπομήκης, γεγωνιωμένος, δριμύς, βιβρωσκόμενος ἡδέως, ῥίζα μακρά, εὐώδης. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα θερμαντικήν. πινό- μενα δὲ στραγγουρίαν ἰᾶται καὶ ὀρθόπνοιαν· ὠφελεῖ δὲ καὶ ὑστερικὰς πνίγας καὶ ἐπιλημπτικούς, ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἔμβρυα καὶ πρὸς τὰ ἐντὸς πάντα ποιεῖ καὶ βῆχας ἰᾶται παλαιάς, πινό- μενός τε μετὰ οἴνου ὁ καρπὸς πεπτικός ἐστι καὶ στρόφων λυ- τικὸς ἠπιάλοις τε χρήσιμος καὶ πρὸς τοὺς ἐν ὁδοῖς κρυμοὺς σὺν πεπέρει καὶ οἴνῳ πίνεται· δίδοται δὲ καὶ αἰξὶ καὶ τοῖς λοιποῖς κτήνεσι ποτὸν πρὸς εὐτοκίαν.
3.53.2 τὸ δὲ Αἰθιοπικὸν λεγόμενον σέσελι φύλλα μὲν ἔχει ὡς κισσοῦ, ἐλάσσονα δὲ καὶ ἐπιμήκη πρὸς τὰ τοῦ περικλυμένου· θάμνος δὲ μέγας κλήμασιν ὡς διπήχεσιν, ἐφ' οὗ κλάδοι σπι- θαμιαῖοι, κεφάλια δὲ ὡς ἀνήθου, σπέρμα δὲ μέλαν, πυκνὸν ὡς πυρός, δριμύτερον δὲ καὶ εὐωδέστερον τοῦ Μασσαλιωτικοῦ, ἡδὺ ἰσχυρῶς· δύναται δὲ τὰ αὐτά.
3.53.3 τὸ δὲ ἐν Πελοποννήσῳ γινόμενον φύλλα ἔχει κωνείῳ παρα- πλήσια, τραχύτερα δὲ καὶ παχύτερα, καυλὸν μείζονα τοῦ Μασσα- λιωτικοῦ, ναρθηκοειδῆ, ἐπ' ἄκρου δὲ σκιάδιον πλατύ· ἐν δὲ τούτῳ καρπὸς πλατύτερος καὶ σαρκωδέστερος καὶ εὐωδέστερος. δύναμιν δὲ τὴν αὐτὴν ἔχει. φύεται δὲ ἐν τραχέσι τόποις καὶ ἐφύδροις καὶ γεωλόφοις· γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῇ Ἴδῃ.
____________________
RV: σέσελι Μασσαλιωτικόν· οἱ δὲ σφάγνον.
σέσελι Αἰθιοπικόν· Αἰγύπτιοι κυονονφρικί.
σέσελι Πελοποννησιακόν.
____________________
Identifications proposées :
- Seseli tortuosum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
tordilon
3.54.1.1 <τόρδιλον>· ἔνιοι δὲ καὶ τοῦτο σέσελι Κρητικὸν κα- λοῦσι. φύεται ἐν τῷ κατὰ Κιλικίαν Ἀμανῷ. ἔστι δὲ βοτάνιον φρυγανῶδες, ἔχον σπερμάτιον περιφερές, διπλοῦν, ὅμοιον ἀσπι- δισκίοις, ὑπόδριμυ, ἀρωματίζον, πινόμενον πρὸς δυσουρίαν καὶ ἐμμήνων ἀγωγήν. ὁ δὲ χυλὸς τοῦ καυλοῦ καὶ τοῦ σπέρματος ἔτι χλωροῦ ὄντος ὅσον τριώβολον ποθεὶς σὺν γλυκεῖ ἡμέρας δέκα νεφριτικοὺς ὑγιάζει. ἡ δὲ ῥίζα πρακτική, ἀνάγουσα καὶ τὰ ἐκ θώρακος ἐκλειχομένη μετὰ μέλιτος.
____________________
Identifications proposées :
- Tordylium officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
sinôn
3.55.1.1 <σίνων>· σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον, παρε- οικὸς σελίνῳ, ἐπίμηκες, μέλαν, πυρωτικόν, πινόμενον πρὸς σπλῆνας καὶ δυσουρίας καὶ ἐμμήνων ἐποχήν. χρῶνται δὲ αὐτῷ οἱ ἐπιχώριοι ἀρτύματι μετὰ κολοκύνθης ἑφθῆς σὺν ὄξει λαμ- βάνοντες.
____________________
Identifications proposées :
- Sison amomum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
Sisôn / sinôn : c'est une petite graine qui vient en Syrie, un peu semblable à celle du céleri, allongée, noire, de saveur brûlante, administrée en boisson dans les affections de la rate, les rétentions d'urine, l'aménorrhée. Les indigènes en font un usage condimentaire, en la prenant avec du vinaigre pour accompagner de la gourde cuite. (trad. Suzanne Amigues)
Aucun nom grec n'est donné comme synonyme ; le texte ci-dessus concerne la plante nommée sison ou sinon selon les manuscrits. (trad. Suzanne Amigues)
anêsson
3.56.1.1 <ἄνησσον>· τὴν μὲν καθόλου δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ξηραντικήν, εὔπνουν, ἀνώδυνον, διαφορητικήν, οὐρητικήν, ἱδρω- τικήν, διαλυτικήν, ἄδιψον πινόμενον. ἁρμόζει δὲ πρός τε τὰ ἰοβόλα τῶν ζῴων καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις, κοιλίαν τε ἵστησι καὶ λευκὸν ῥοῦν καὶ γάλα κατασπᾷ καὶ συνουσίαν παρορμᾷ. ὑποθυμιώμενον δὲ ταῖς ῥισὶ κεφαλαλγίαν παύει· καὶ τὰς ῥήξεις δὲ τῶν ὤτων σὺν ῥοδίνῳ λεῖον ἐνσταζόμενον ἰᾶται. ἔστι δὲ αὐτοῦ κρεῖσσον τὸ νέον καὶ ἁδρὸν καὶ μὴ πιτυρῶδες, εὔτονον τῇ ὀσμῇ. πρωτεύει δὲ τὸ Κρητικόν, ἕπεται δὲ τὸ Αἰγύπτιον.
____________________
RV: ἄνησσον· οἱ δὲ σίον, Ῥωμαῖοι ἀνήσουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Pimpinella anisum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
karô
3.57.1 <καρώ>· σπερμάτιόν ἐστι γνώριμον, οὐρητικόν, εὔστομον, θερμαντικόν, εὐστόμαχον, πεπτικόν, μειγνύμενον ταῖς ἀντιδό- τοις καὶ ὀξυπόροις χρησίμως, ἀναλογοῦν ἀνήσσῳ. ἡ δὲ ῥίζα ἑφθὴ ἐδώδιμος ὥσπερ σταφυλῖνος.
____________________
RV: καρώ.
____________________
Identifications proposées :
- Carum carvi (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
anêthon
3.58.1 <ἀνήθου> ξηροῦ τῆς κόμης καὶ τοῦ καρποῦ τὸ ἀφέψημα πινόμενον γάλα κατασπᾷ, στρόφους τε καὶ ἐμπνευματώσεις παύει, κοιλίαν τε καὶ τοὺς ἐπιπολαίους ἐμέτους ἵστησιν, οὖρά τε κινεῖ καὶ λυγμοὺς παρηγορεῖ, ἀμβλύνει τε τὰς ὄψεις καὶ γονὴν σβέν- νυσι συνεχῶς πινόμενον. χρήσιμον δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτοῦ καὶ γυναιξὶν ὑστερικαῖς εἰς ἐγκάθισμα· τὸ δὲ σπέρμα καὲν καὶ καταπλασθὲν κονδυλώματα αἴρει.
____________________
RV: ἄνηθον τὸ ἐσθιόμενον· οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ἀνί- κητον, προφῆται γόνος κυνοκεφάλου, ὁμοίως τρίχες κυνοκεφάλου, οἱ δὲ γόνος Ἑρμοῦ, Αἰγύπτιοι ἀραχού, Ῥωμαῖοι ἀνήθουμ, Ἄφροι σικκιριά, Δάκοι πόλπουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Anethum graveolens (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Aneth : la décoction du feuillage et du fruit séchés, prise en boisson, tire le lait, fait cesser les coliques et flatulences, arrête la diarrhée et les vomissements bénins, pousse aux urines et calme le hoquet ; son usage continu en boisson affaiblit la vue et tarit le sperme.
Sa décoction s'emploie en bain de siège pour les femmes hystériques. La graine grillée, en cataplasme, fait disparaître les callosités. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
= Anethum graveolens L. (note Suzanne Amigues)
kuminon hêmeron
3.59.1.1 <κύμινον τὸ ἥμερον>· εὐστόμαχον, καὶ τούτου μᾶλλον τὸ Αἰθιοπικόν, ὅπερ Ἱπποκράτης (V 490 L) βασιλικὸν ἐκάλεσεν. δευτερεύει δὲ τὸ Αἰγύπτιον, εἶτα τὸ λοιπόν. φύεται δὲ ἐν Γαλατίᾳ καὶ Σπανίᾳ καὶ ἐν Κιλικίᾳ καὶ ἐν ἄλλοις πλείστοις τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, ξηραντικήν, στυπτικήν, ἁρμό- ζουσαν πρὸς στρόφους καὶ ἐμπνευματώσεις ἐγκλυζόμενον ἑφθὸν
3.59.2 σὺν ἐλαίῳ καὶ καταπλασσόμενον σὺν ὠμῇ λύσει. δίδοται δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοῖς σὺν ὀξυκράτῳ, θηριοδήκτοις δὲ σὺν οἴνῳ, δι- δύμων τε φλεγμοναῖς ἀρήγει σὺν σταφίδι καὶ ἀλεύρῳ ἐρεγμίνῳ ἢ κηρωτῇ ἐπιτεθέν· ἐπέχει δὲ καὶ ῥοῦν γυναικεῖον καὶ τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας σὺν ὄξει λεῖον προσενεχθέν· τρέπει δὲ καὶ χρῶτα ἐπὶ τὸ ὠχρότερον πινόμενόν τε καὶ ἐγχριόμενον.
____________________
RV: κύμινον ἥμερον· Ῥωμαῖοι κύμινουμ, Ἄφροι χαμάν.
____________________
Identifications proposées :
- Cuminum cyminum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kuminon agrion
3.60.1 <κύμινον ἄγριον>· φύεται μὲν πλεῖστον καὶ ἐνεργέ- στερον ἐν Καρχηδόνι τῆς Σπανίας, καυλίον σπιθαμιαῖον, λεπτὸν ἔχον, φυλλάρια τέσσαρα ἢ πέντε λεπτά, οἱονεὶ πεπρισμένα τὴν κατάσχισιν ὡς γιγγίδιον· κεφάλια δὲ ἐπ' ἄκρου πέντε ἢ ἓξ στρογγύλα, μαλακὰ ἔχει, ἐν οἷς ὁ καρπὸς ἀχυρώδης, γευομένῳ δὲ δριμύτερος τοῦ ἡμέρου· φύεται ἐν γεωλόφοις.
3.60.2 πίνεται δὲ τὸ σπέρμα πρὸς στρόφους καὶ ἐμπνευματώσεις σὺν ὕδατι, σὺν ὄξει δὲ λυγμοὺς παύει, πρὸς δὲ τὰ ἰοβόλα καὶ πλάδον στομάχου σὺν οἴνῳ· αἴρει δὲ καὶ ὑπώπια <δια>μασηθὲν καὶ καταπλασθὲν σὺν μέλιτι καὶ σταφίδι, φλεγμονάς τε διδύμων ἰᾶται μετὰ τῶν αὐτῶν καταπλασσόμενον.
____________________
RV: κύμινον ἄγριον, Ῥωμαῖοι κύμινουμ ἀγρέστεμ, οἱ δὲ κύμινουμ σιλβάτικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Lagoecia cuminoides (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kuminon agrion (heteron genos)
3.61.1 ἔστι δὲ καὶ <ἕτερον γένος ἀγρίου κυμίνου>, ἐμφερὲς τῷ ἡμέρῳ· ἐξ ἑκάστου δὲ ἄνθους ἀφίησι κεράτια μετέωρα, ἐν οἷς ἐστι σπέρμα ὅμοιον μελανθίῳ. τοῦτο πινόμενον πρὸς ἑρπετοδήκτους ἄριστον ἀλέξημα· βοηθεῖ καὶ στραγγουριῶσι καὶ λιθιῶσι καὶ αἵματος θρόμβους οὐροῦσιν· ἐπιπινέτωσαν δὲ σελίνου σπέρμα.
____________________
Identifications proposées :
- Nigella arvensis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
ami
3.62.1 <ἄμι>· ἔνιοι καὶ τοῦτο Αἰθιοπικόν, οἱ δὲ βασιλικὸν κύ- μινον καλοῦσιν, ἔνιοι δὲ ἑτέρας φύσεως τὸ Αἰθιοπικὸν κύμινον ἔλεξαν εἶναι καὶ ἑτέρας τὸ ἄμι. γνώριμον δὲ τὸ σπερμάτιον, μικρότερον πολλῷ τοῦ κυμίνου, ὀριγανίζον τῇ γεύσει. ἐκλέγου δὲ τὸ καθαρὸν καὶ μὴ πιτυρῶδες. δύναμιν ἔχει καὶ τοῦτο θερμαντικήν, πυρωτικήν, ξηραντι- κήν, ποιοῦσαν πρὸς στρόφους, δυσουρίας, θηριοδήκτους πινό-
3.62.2 μενον σὺν οἴνῳ. ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα· μείγνυται καὶ τοῖς διὰ κανθαρίδος ἐκδορίοις πρὸς τὸ ἀντιπάσχειν ταῖς ἐπιγινομέναις δυσουρίαις, καὶ ὑπώπια καταπλασθὲν σὺν μέλιτι αἴρει· τρέπει δὲ καὶ χρόαν πινόμενον καὶ συγχριόμενον ἐπὶ τὸ χλωρότερον· μετὰ δὲ σταφίδος ἢ ῥητίνης ὑποθυμιώμενον ὑστέραν ἀποκα- θαίρει.
____________________
RV: ἄμι· [οἱ δὲ ἄμι] Ῥωμαῖοι ἄμιουμ Ἀλεξανδρίνουμ, ἔνιοι καὶ τοῦτο Αἰθιοπικόν, οἱ δὲ βασιλικὸν κύμινον ἔλεξαν.
____________________
Identifications proposées :
- Carum copticum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
korion
3.63.1 <κόριον>· ψυκτικὴν ἔχει δύναμιν, ὅθεν καταπλασσόμενον μετὰ ἄρτου ἢ ἀλφίτου ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας ἰᾶται, σὺν μέλιτι δὲ καὶ σταφίδι ἐπινυκτίδας καὶ διδύμων φλεγμονὰς καὶ ἄνθρακας θεραπεύει, μετὰ ἐρεγμοῦ δὲ χοιράδας καὶ φύματα διαλύει. τὸ δὲ σπέρμα ὀλίγον μὲν μετὰ γλυκέος ποθὲν ἕλμιν- θας ἐκβάλλει καὶ σπέρματός ἐστι γεννητικόν, πλεῖον δὲ λημφθὲν κινεῖ τὴν διάνοιαν ἐπικινδύνως, ὅθεν δεῖ φυλάσσεσθαι τὴν πλείονα καὶ συνεχῆ πόσιν αὐτοῦ. ὁ δὲ χυλὸς σὺν ψιμυθίῳ ἢ λιθαργύρῳ καὶ ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ὠφελεῖ τὰς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν φλεγμονὰς τὰς πυρώδεις.
____________________
RV: κορίαννον ἢ κόριον, Αἰγύπτιοι ὄχιον, Ἄφροι γοίδ.
____________________
Identifications proposées :
- Coriandrum sativum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
RV: koriannon ou korion, chez les Egyptiens okhion, chez les Africains [Puniques] goid. (trad. MC)
selinon kêpaion
3.64.1 <σέλινον κηπαῖον>· ἁρμόζει ἡ πόα πρὸς ἃ καὶ τὸ κό- ριον καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς μετ' ἄρτου ἢ πάλης ἀλ- φίτου καταπλασσόμενον καὶ καῦσον στομάχου παρηγορεῖ μα- στούς τε χονδριῶντας ἀνίησι, κινεῖ τε οὖρα ὠμόν τε καὶ ἑφθὸν βρωθέν· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτοῦ καὶ τῶν ῥιζῶν πινόμενον ἀντιπάσχει θανασίμοις φαρμάκοις καὶ ἐμέτους κινεῖ κοιλίαν τε
3.64.2 ἐπέχει. τὸ δὲ σπέρμα ἐστὶν οὐρητικώτερον, βοηθοῦν καὶ θηριο- δήκτοις καὶ τοῖς λιθάργυρον πεπωκόσι πνευμάτων τέ ἐστι δια- λυτικόν· μείγνυται δὲ καὶ ἀνωδύνοις καὶ θηριακαῖς καὶ βηχικαῖς χρησίμως. καὶ τὸ ἑλεοσέλινον δὲ τὸ γεννώμενον ἐν τοῖς ἐφύδροις τό- ποις, μεῖζον ὂν τοῦ ἡμέρου σελίνου, τὰ αὐτὰ δύναται, ὅσαπερ καὶ τὸ κηπευτόν.
____________________
RV: σέλινον κηπαῖον· οἱ δὲ μελισσόφυλλον, προφῆται αἷμα Ὥρου, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ, Αἰγύπτιοι μίθ, Ἄφροι σίληνα.
RV: ἑλεοσέλινον· οἱ δὲ πεδινόν, οἱ δὲ ὑδροσέλινον, οἱ δὲ σέλινον ἄγριον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ ῥούστικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Apium graveolens (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hierakion
RV: 3.64a.1 [<ἱεράκιον τὸ μέγα>· οἱ δὲ σογχίτην, Ῥωμαῖοι λαπτούκα ἠρράτικα, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. καυλὸν ἀνίησιν ὑπέρυ- θρον, τραχύν, ἀκανθώδη, ὑπόκενον, φύλλα δὲ ἔχει ἐκ διαστη- μάτων ἐπεσχισμένα ἀραιῶς, σόγχῳ ἐμφερῆ τὴν περιφέρειαν, ἄνθη μήλινα ἐν κεφαλίοις ὑπομήκεσιν. δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, μετρίως ὑποστύφουσαν, ὅθεν στομάχῳ καυσουμένῳ καὶ φλεγμοναῖς καταπλασσόμενον ἁρμό- ζει. ὁ δὲ χυλὸς καταρροφούμενος δηγμὸν στομάχου πραΰνει, ἡ δὲ πόα σὺν τῇ ῥίζῃ καταπλασθεῖσα σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει.
3.64a.10 <ἱεράκιον τὸ μικρόν>· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σογχίτην καλοῦσιν, οἱ δὲ ἔντυβον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστεμ, Ἄφροι σι- θιλεσαδέ. φύλλα ἔχει καὶ αὐτὸ ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα τὴν περιφέρειαν, καυλία δὲ ἀνίησι τρυφερὰ καὶ χλωρά, ἐν οἷς ἄνθη μήλινα, κύκλον περιγράφοντα. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ.]
oreoselinon
3.65.1 <ὀρεοσέλινον>· καυλός ἐστι σπιθαμιαῖος ἐκ ῥίζης λεπτῆς, περὶ δὲ αὐτὸν κλωνάρια καὶ κεφάλια κωνείῳ παρεμ- φερῆ, λεπτότερα δὲ ἱκανῶς, ἐφ' ὧν ὁ καρπὸς ἐπιμήκης, δρι- μύς, εὐώδης, ἐοικὼς κυμίνῳ. φύεται δὲ ἐν πέτραις καὶ ὀρει- νοῖς τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα οὐρητικὴν ποθέντα ἐν οἴνῳ· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα· μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις καὶ ταῖς θερμαντικαῖς δυνάμεσιν. οὐ δεῖ δὲ πλανᾶσθαι νομίζοντας τὸ ὀρεοσέλινον ἐν πέτραις φυόμενον πετροσέλινον.
____________________
RV: ὀρεοσέλινον· οἱ δὲ πετροσέλινον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ, Αἰγύπτιοι ἀνωνίμ, Ὀσθάνης συνωβέα.
____________________
Identifications proposées :
- Athamanta macedonica (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
petroselinon
3.66.1 <πετροσέλινον>· φύεται ἐν Μακεδονίᾳ ἐν ἀποκρήμνοις τόποις. σπέρμα δὲ ἐοικὸς ἄμει, εὐωδέστερον δὲ καὶ δριμύτε- ρον καὶ ἀρωματίζον, οὐρητικόν, ἐμμήνων ἀγωγόν, ἁρμόζον καὶ πρὸς στομάχου καὶ κόλου ἐμπνευματώσεις καὶ στρόφους, πρός τε πλευρᾶς πόνους καὶ νεφρῶν καὶ κύστεως ἐν ποτῷ λαμβα- νόμενον· μείγνυται δὲ καὶ οὐρητικαῖς καὶ ἀντιδότοις.
____________________
Identifications proposées :
- Petroselinon hortense (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hipposelinon
3.67.1 <ἱπποσέλινον>· οἱ δὲ ἀγρίολον, οἱ δὲ ἀγριοσέλινον, οἱ δὲ σμύρνιον καλοῦσι, Ῥωμαῖοι δὲ ὀλέσαθρον, ἑτέρου τοῦ κυ- ρίως λεγομένου σμυρνίου ὑπάρχοντος, ὡς αὐτίκα ἱστορήσομεν. ἔστι δὲ μεῖζον καὶ λευκότερον τοῦ κηπευτοῦ σελίνου, καυλὸς δὲ κοῖλος, ὑψηλός, τρυφερός, οἱονεὶ γραμμὰς ἔχων, φύλλα πλατύ- τερα, ὑποφοινισσόμενα, ἐν οἷς ἐστιν ὡς λιβανωτίδος κόμη μεστὴ ἄνθους, κατὰ κορύμβους πρὶν ἐξανθῆσαι συνεστῶσα· σπέρμα δὲ μέλαν, ἐπίμηκες, ναστόν, δριμύ, ἀρωματίζον, ῥίζα λευκή,
3.67.2 εὐώδης, εὔστομος, οὐ παχεῖα. φύεται ἐν συσκίοις <τόποις> καὶ παρ' ἕλεσι. λαχανεύεται δὲ ὥσπερ τὸ σέλινον· καὶ ἡ ῥίζα δὲ ἑφθή τε καὶ ὠμὴ ἐσθίεται τά τε φύλλα καὶ οἱ καυλοὶ ἑφθά, καθ' ἑαυτά τε καὶ μετὰ ἰχθύων σκευάζεται· καὶ ὠμὰ δὲ ταριχεύεται εἰς ἁλμαίας. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς πινόμενος ἐν οἰνομέλιτι ἐμμήνων ἀγωγόν, θερμαίνει τε τοὺς ῥιγοῦντας πινόμενος καὶ συγχριό- μενος στραγγουρίαις τε βοηθεῖ· καὶ ἡ ῥίζα δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ.
____________________
RV: σμύρνιον· οἱ δὲ ἱπποσέλινον, οἱ δὲ ἀγρίολον, οἱ δὲ σέλινον ἄγριον, οἱ δὲ πολυπίθιον, Ῥωμαῖοι ὀλυσάθρουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Smyrnium olusatrum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
smurnion
3.68.1 <σμύρνιον>, ὅπερ ἐν Κιλικίᾳ πετροσέλινον καλοῦσι, γεννώμενον πλεῖστον ἐν τῷ λεγομένῳ Ἀμανῷ ὄρει. καὶ τοῦτο καυλὸν μὲν ἔχει ὅμοιον σελίνῳ, παραφυάδας ἔχοντα πολλάς, φύλλα δὲ πλατύτερα – τὰ δὲ πρὸς τὴν γῆν καὶ ὑποπερικλᾶται – ὑπολίπαρα καὶ ῥωμαλέα καὶ εὐώδη σὺν δριμύτητι, φαρμακώδη τε καὶ ὑπομηλίζοντα τῇ χρόᾳ· σκιάδιον δὲ ἐπὶ τῷ καυλῷ ἀνη- θοειδές, σπέρμα στρογγύλον, ὅμοιον τῷ τῆς κράμβης, μέλαν, δριμὺ γευομένῳ, <ὄζον> σμύρνης, ἓν ἀνθ' ἑνὸς ποιοῦν· ἡ δὲ ῥίζα δριμεῖα, εὐώδης, ἁπαλή, πολύχυλος, δάκνουσα τὴν φάρυγγα, φλοιὸν ἔχουσα ἔξωθεν μὲν μέλανα, ἔνδοθεν δὲ χλωρὸν ἢ ὑπό- λευκον. φύεται δὲ ἐν πετρώδεσι τόποις καὶ γεωλόφοις.
3.68.2 δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα καὶ ἡ πόα καὶ ὁ καρπὸς θερμαν- τικήν· λαχανεύεται δὲ καὶ εἰς τὰς ἁλμαίας τὰ φύλλα κοιλίαν τε ἵστησιν. ἡ δὲ ῥίζα πινομένη ἁρμόζει ἑρπετοδήκτοις· πραΰνει δὲ καὶ βῆχας καὶ ὀρθοπνοίας καὶ δυσουρίας ἰᾶται· καταπλασσομένη δὲ τὰ πρόσφατα οἰδήματα καὶ φλεγμονὰς καὶ σκληρίας διαφορεῖ τραύματά τε ἄχρι ἀπουλώσεως ἄγει, ξυσθεῖσα δὲ καὶ προστεθεῖσα ἐξαμβλώσκει. καὶ τὸ σπέρμα δὲ αὐτοῦ πρὸς νεφροὺς καὶ σπλῆνα καὶ κύστιν ἁρμόζει· ἄγει δὲ καὶ δεύτερα καὶ ἔμμηνα, πρός τε ἰσχιάδας μετ' οἴνου πινόμενον ἁρμόζει καὶ στομάχου ἐμπνευ- ματώσεις πραΰνει. ἔστι δὲ καὶ ἱδρωτοποιόν, ἐρευκτικόν, πινό- μενον ἰδίως πρὸς ὕδρωπας καὶ περιόδους.
____________________
Identifications proposées :
- Smyrnium perfoliatum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
elaphoboskon
3.69.1 <ἐλαφοβόσκον>· καυλός ἐστι λιβανωτίδι ἢ μαράθῳ ἐμφερής, γεγονατωμένος, φύλλα διδάκτυλα τὸ πλάτος, ἱκανῶς ἐπιμήκη ὡς τερμίνθου, περικεκλασμένα, τραχέα ποσῶς. ἔχει δὲ παραφυάδας ἱκανὰς ὁ καυλός, σκιάδια ἐχούσας ὅμοια ἀνήθῳ, ἄνθη ὑπομήλινα, καὶ τὸ σπέρμα ἀνήθῳ ἐμφερές· ῥίζα ὡς τρι- δάκτυλος τὸ μῆκος, πάχος δακτύλου, λευκή, γλυκεῖα, ἐδώδιμος· καὶ ὁ καυλὸς δὲ λαχανεύεται ἀρτιφυὴς ὤν. ταύτην φασὶ τὴν πόαν νεμηθείσας τὰς ἐλάφους ἀντέχειν τοῖς τῶν ἑρπετῶν δήγμασιν· ὅθεν καὶ τὸ σπέρμα δίδοται τοῖς ἑρπετοδήκτοις σὺν οἴνῳ.
____________________
RV: ἐλαφοβόσκον· οἱ δὲ ἐλαφικόν, οἱ δὲ νέβρειον, οἱ δὲ ὀφιογένιον, οἱ δὲ ὀφιοκτόνον, οἱ δὲ ἑρπυξή, οἱ δὲ λύμη, Ῥω- μαῖοι κέρβι ὀκέλλουμ, οἱ δὲ κερβίνα, Αἰγύπτιοι χημίς, Ἄφροι ἀσκαουκαού.
____________________
Identifications proposées :
- Pastinaca sativa (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
marathon
3.70.1 <μάραθον>· τούτου ἐσθιομένη ἡ πόα δύναται γάλα κατασπᾶν, καὶ τὸ σπέρμα δὲ πινόμενον ἢ συνεψόμενον πτι- σάνῃ. τὸ δὲ ἀφέψημα τῆς κόμης ποθὲν νεφριτικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν <πάθεσιν> ἁρμόζει διουρητικὸν ὑπάρχον, ἑρπετοδήκτοις δὲ δίδοται σὺν οἴνῳ καὶ καταμήνια ἄγει, ἐν πυρετοῖς τε ναυσίαν καὶ καῦσον στομάχου παραιτεῖται μετὰ ψυχροῦ ὕδατος πινό- μενον. αἱ δὲ ῥίζαι λεῖαι σὺν μέλιτι καταπλασθεῖσαι κυνοδή-
3.70.2 κτους θεραπεύουσιν. ὁ δὲ χυλὸς ἐκθλιβέντων τῶν καυλῶν καὶ τῶν φύλλων ἐν ἡλίῳ ξηρανθεὶς εἰς τὰ ὀφθαλμικά, ὅσα πρὸς ὀξυδερκίαν, σκευάζεται χρησίμως· χυλίζεται δὲ πρὸς τὰ αὐτὰ καὶ τὸ σπέρμα χλωρὸν ἔτι <ὂν> σὺν τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς ἀκρε- μόσι καὶ ἡ ῥίζα κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν. ἐν δὲ τῇ πρὸς ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ καὶ ὀπὸν ἀνίησιν ὅμοιον κόμμει, ἀποθεριζόν- των ἐν τῇ ἀνθήσει μέσον τὸν καυλὸν τῶν ἐπιχωρίων καὶ πυρὶ παρατιθέντων, ἵνα ὑπὸ τῆς θερμασίας οἷον ἀφιδρῶσαν ἐξιπώσῃ τὸ κόμμι· ἔστι δὲ ἐνεργέστερον τοῦ χυλοῦ πρὸς τὰ ὀφθαλμικὰ τοῦτο.
____________________
RV: μάραθον· οἱ δὲ ἱππομάραθον, Ῥωμαῖοι φενούκλουμ, Ἄφροι βουγνούμ.
____________________
Identifications proposées :
- Foeniculum vulgare (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hippomarathon
3.71.1 <ἱππομάραθον>· μάραθόν ἐστιν ἄγριον μέγα· φέρει δὲ τὸ σπέρμα κάχρυϊ ὅμοιον, ῥίζα δὲ ὕπεστιν εὐώδης, ἥτις πινο- μένη στραγγουρίαν ἰᾶται <καὶ> ἔμμηνα ἄγει προστιθεμένη. τὸ δὲ σπέρμα καὶ ἡ ῥίζα κοιλίαν ἵστησι πινόμενα, θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ καὶ λίθους θρύπτει καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει. τῶν δὲ φύλλων τὸ ἀφέψημα πινόμενον γάλα ἄγει καὶ τὰς ἐκ τοκετῶν γυναῖκας ἀποκαθαίρει. καλεῖται καὶ ἕτερον ἱππομάραθον, φύλλα ἔχον μικρά, στενά, προμήκη, καρπὸν δὲ στρογγύλον πρὸς τὸν τοῦ κορίου, δριμύν, εὐώδη, θερμαντικόν. ἀναλογεῖ δὲ αὐτοῦ ἡ δύναμις τῷ προειρη- μένῳ, ἀσθενέστερον ἐνεργοῦσα.
____________________
RV: ἱππομάραθον· οἱ δὲ μαραθίς, οἱ δὲ μάραθον ἄγριον, Αἰγύπτιοι σαμψώθ, προφῆται θύμαρνον, Ῥωμαῖοι φενού- κλουμ ἠρράτικουμ, οἱ δὲ φενούκλους ἐκουίνους, οἱ δὲ μίουμ, Γάλλοι σιστραμεόρ.
____________________
Identifications proposées :
- Prangos ferulacea (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
daukos
3.72.1 <δαῦκος>· ὁ μέν τις καλεῖται Κρητικός, μαράθῳ ὅμοια ἔχων τὰ φύλλα, μικρότερα δὲ καὶ λεπτότερα, καυλὸν δὲ σπι- θαμιαῖον, σκιάδιον ὅμοιον κοριάνδρῳ, ἄνθη λευκά· ἐν δὲ τού- τοις ὁ καρπὸς λευκός, δασύς, δριμὺς ἐν τῷ διαμασᾶσθαι, εὐώδης· ῥίζα δακτύλου τὸ πάχος, τὸ δὲ μῆκος σπιθαμῆς. γεν- νᾶται δὲ ἐν πετρώδεσι τόποις καὶ εὐηλίοις. ὁ δέ τις αὐτοῦ ἐστι σελίνῳ ἀγρίῳ παραπλήσιος, ἀρωματώδης καὶ εὐώδης, δρι-
3.72.2 μὺς καὶ πυρώδης γευομένῳ· διαφέρει δὲ ὁ Κρητικός. τὸ δὲ τρίτον εἶδος κορίῳ τὰ φύλλα ἔοικε καὶ τὰ ἄνθη λευκά· κεφα- λὴν δὲ ἔχει καὶ καρπὸν ὅμοια ἀνήθῳ, σκιάδιον δὲ σταφυλίνῳ ἐοικός, σπέρματος ἐπιμήκους πλῆρες ὡς κυμίνου, δριμέος. πάντων δέ ἐστι τὸ σπέρμα θερμαντικόν· πινόμενον <δὲ> ἐμμήνων καὶ ἐμβρύων καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ στρόφων ἀπαλ- λακτικὸν βηχῶν τε χρονίων πραϋντικόν· ἀρήγει δὲ καὶ φαλαγ- γιοδήκτοις σὺν οἴνῳ ποθέν, διαφορεῖ δὲ καὶ οἰδήματα κατα- πλασθέν. ἡ δὲ χρῆσις τῶν μὲν ἄλλων τοῦ σπέρματος, τοῦ δὲ Κρητικοῦ καὶ τῆς ῥίζης, ἥτις μάλιστα πρὸς θηρία πίνεται μετ' οἴνου.
____________________
RV: δαῦκος· οἱ δὲ δίρκαιον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Athamanta cretensis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- 1) Athamanta cretensis, 2) Peucedanum carvaria, 3) Psychotis amnis (LSJ d'après Beck)
purethros
3.73.1 <πύρεθρος>· πόα καυλὸν ἀνιεῖσα καὶ φύλλα ὥσπερ δαῦκος ἄγριος ἢ μάραθον· σκιάδιον δὲ ὡς ἀνήθου τροχοει- δές· ῥίζα δὲ δακτύλου μεγάλου τὸ πάχος, μακρά, γευσαμένῳ πυρωτικωτάτη, φλέγματος ἐπισπαστική· διὸ καὶ ὀδονταλ- γίαις βοηθεῖ μετ' ὄξους ἑψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη· ἄγει δὲ καὶ φλέγμα διαμασηθεῖσα, συγχριομένη δὲ μετ' ἐλαίου ἱδρῶτας κινεῖ, ποιοῦσα πρὸς τὰ χρόνια ῥίγη· καὶ πρὸς ἐψυγμένα δὲ ἢ παρειμένα μέρη τοῦ σώματος ἄκρως ἁρμόζει.
____________________
RV: πύρεθρον· οἱ δὲ δορύκνιον, οἱ δὲ πύρινον, οἱ δὲ πυρωτόν, οἱ δὲ πύρωθρον, οἱ δὲ ἀρνὸς συριγγίς, οἱ δὲ πυρῖτις, Ῥωμαῖοι σαλιβάρις, οἱ δὲ παστινάκα Ἄφρα.
____________________
Identifications proposées :
- Anacyclus pyrethrum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le purethron est une plante qui fait une tige et des feuilles comme la carotte sauvage ou le fenouil, et une ombelle en forme de roue comme celle de l'aneth. La racine est de la grosseur d'un pouce, longue, de saveur très brûlante, propre à attirer le phlegme. Aussi soulage-t-elle les maux de dents, cuite avec du vinaigre, en rinçages. Elle évacue aussi le phlegme après avoir été mastiquée ; en frictions avec de l'huile, elle est sudorifique et agit contre les refroidissements invétérés ; c'est un remède hautement estimable pour les parties du corps refroidies et atones. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
Bien que la description botanique fasse penser plutôt à une Ombellifère, c'est Anacyclus pyrethrum (L.) Link qui est unanimement proposé. (note Suzanne Amigues)
delphinion
RV: 3.73a.1 [<δελφίνιον>· οἱ δὲ διάχυτος, οἱ δὲ διάχυσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ κάμμαρος, οἱ δὲ ὑάκινθος, οἱ δὲ ὕφαι- μον, οἱ δὲ ἄρας, οἱ δὲ δελφινιάς, οἱ δὲ Νήρειον, οἱ δὲ Νηρειά- διον, οἱ δὲ σώσανδρον, οἱ δὲ Κρόνιον, Ῥωμαῖοι βουκίνους μίνορ. κλῶνας ἀνίησι δισπιθαμιαίους ἢ καὶ μείζονας ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, περὶ οὓς φυλλάρια ἐπεσχισμένα, λεπτά, ἐπιμήκη, δελφινοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται· ἄνθος δὲ ὅμοιον λευκοΐῳ, ἐμπόρφυρον, σπέρμα ἐν λοβοῖς κέγχρῳ ἐμφερές. τούτου τὸ σπέρμα βοηθεῖ ποθὲν σὺν οἴνῳ σκορπιοπλή-
3.73a.10 κτοις ὡς οὐδὲν ἕτερον· φασὶ δὲ καὶ τοὺς σκορπίους παρατεθεί- σης τῆς πόας παραλύεσθαι ἀπράκτους τε καὶ ναρκώδεις γίνε- σθαι, ὑφαιρουμένης δὲ εἰς τὸ αὐτὸ καθεστάναι. φύεται ἐν τραχέσιν καὶ εὐηλίοις χωρίοις.
<δελφίνιον ἕτερον>· οἱ δὲ ὑάκινθον, Ῥωμαῖοι βουκίνους· καὶ αὐτὸ ἐμφερὲς τῷ πρὸ αὐτοῦ, τοῖς δὲ φύλλοις καὶ τοῖς κλω- νίοις ἰσχνότερον πολλῷ, δύναμιν ἔχον καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ, οὐχ οὕτως δὲ ἐνεργές.]
libanôtis
3.74.1 <λιβανωτίς>· δισσή· ἡ μέν τις κάρπιμος, ὑπ' ἐνίων δὲ ζέα ἢ καμψάνεμα καλουμένη, ἧς ὁ καρπὸς κάχρυ καλεῖται. φύλλα δὲ ἔχει μαράθῳ ὅμοια, πλατύτερα δὲ καὶ παχύτερα, τροχοειδῶς ἐπὶ γῆς ἐστρωμένα, εὐώδη· καυλὸν δὲ ὅσον πήχεως ἢ καὶ μείζονα, μασχάλας ἔχοντα πολλὰς καὶ ἐπ' ἄκρῳ σκιάδια, ἐφ' ὧν καρπὸς πολύς, λευκός, ἐοικὼς σφονδυλίῳ, περιφερής, γωνίας ἔχων, δριμύς, ῥητινίζων, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐπικαίων
3.74.2 τὴν γεῦσιν· ῥίζα δὲ λευκή, εὐμεγέθης, ὄζουσα λιβάνου. ἡ δὲ ἑτέρα κατὰ πάντα ἐοικυῖα τῇ πρὸ αὐτῆς σπέρμα φέρει πλατύ, μέλαν ὡς σφονδύλιον, εὐῶδες, οὐ πυρωτικόν, ῥίζαν ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαιναν, θραυσθεῖσαν δὲ λευκήν. ἡ δὲ λεγομένη ἄκαρ- πος, κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς προειρημέναις, οὔτε καυλὸν ἀνίησιν οὔτε ἄνθος οὔτε σπέρμα· φύεται δὲ ἐν πετρώδεσι καὶ τραχέσι τόποις. πασῶν δὲ κοινῶς ἡ πόα καταπλασθεῖσα λεία αἱμορροΐδας στέλλει, φλεγμονάς τε τὰς κατὰ δακτύλιον πραΰνει καὶ κονδυ- λώματα καὶ χοιράδας καὶ τὰ δύσπεπτα τῶν ἀποστημάτων συμ-
3.74.3 πέσσει. αἱ δὲ ῥίζαι ξηραὶ σὺν μέλιτι ἕλκη ἀνακαθαίρουσι καὶ στρόφους ἰῶνται καὶ θηριοδήκτοις ἁρμόζουσι σὺν οἴνῳ πινό- μεναι, ἔμμηνά τε ἄγουσι καὶ οὖρα· διαφοροῦσι δὲ καὶ οἰδήματα παλαιὰ καταπλασσόμεναι. ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας ὀξυδερκὴς μειγνύμενος μέλιτι καὶ ἐγχριόμενος. ὁ δὲ καρπὸς πινόμενος τὰ αὐτὰ ποιεῖ, βοηθεῖ καὶ ἐπιλημψίαις καὶ ταῖς ἐν θώρακι παλαιαῖς διαθέσεσιν, ἰκτερικοῖς τε μετὰ πεπέρεως καὶ οἴνου διδόμενος. ἔστι δὲ καὶ ἱδρωτικὸς σὺν ἐλαίῳ ἀλειφόμενος, ἁρμόζει καὶ σπάσμασι καὶ ῥήγμασι, ποδάγραις τε καταπλασσό- μενος λεῖος σὺν αἰρίνῳ ἀλεύρῳ καὶ ὄξει, ἀλφούς τε σμήχει
3.74.4 μειγνύμενος ὄξει δριμυτάτῳ. τῷ δὲ σπέρματι εἰς τὰ ποτήματα χρῆσθαι δεῖ τῆς μὴ τὸ κάχρυ φερούσης λιβανωτίδος· δριμὺ γὰρ ἐκεῖνο καὶ τραχυντικὸν τῆς ἀρτηρίας. <Θεόφραστος> δὲ ἱστορεῖ (h. pl. IX 11, 11) μετὰ τῆς ἐρείκης λιβανωτίδα θρίδακι ἀγρίᾳ τῇ πικρᾷ ὅμοια φύλλα ἔχουσαν, ῥίζαν δὲ βραχεῖαν φύεσθαι, καθαίρειν δὲ ἄνω καὶ κάτω τὴν ῥίζαν ποθεῖσαν, λευκότερα μέντοι καὶ τραχύτερα τὰ φύλλα τῶν τῆς θρίδακος. τὸ μέντοι κάχρυ δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ἀναξηραντικὴν σφόδρα· ὅθεν ἁρμόζει σμήγμασι μειγνύμενον πρὸς ῥευματιζομένους ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐμπλασσόμενον καὶ ἀποσμώμενον μετὰ ἡμέρας τρεῖς.
____________________
RV: κάχρυ· οἱ δὲ λιβανωτίς, οἱ δὲ καμψάνεμα, οἱ δὲ ψευδοκάρπασος, Ῥωμαῖοι μουράριαμ, οἱ δὲ ἀλι<κά>στρουμ ῥού- στικουμ, Αἰγύπτιοι αἴ.
____________________
Identifications proposées :
- Rosemarinum sp. ! (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
libanôtis (rhousmarinon)
3.75.1 <λιβανωτίς>, ἣν Ῥωμαῖοι ῥουσμαρῖνον καλοῦσιν, ᾗ καὶ οἱ στεφανοπλόκοι χρῶνται· ῥάβδοι εἰσὶ λεπταί, περὶ ἃς τὰ φύλλα λεπτά, πυκνά, ἐπιμήκη [καὶ], ἰσχνά, ἔνδοθεν λευκά, ἐκ δὲ τῶν ἐκτὸς χλωρά, βαρύοσμα. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, ἰκτέρου ἰατικήν, ἐάν τις αὐτὴν ἑψήσας ἐν ὕδατι δῷ πρὸ τῶν γυμνασίων πιεῖν, εἶτα γυμνάζων λούῃ καὶ οἴνῳ ποτίζῃ· μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ τῷ γλευ- κίνῳ χρίσματι.
____________________
RV: λιβανωτίς· οἱ δὲ ἰκτερῖτις, Ῥωμαῖοι ῥωσμαρίνουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Rosemarinus officinalis ! (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'encensier (libanôtis), appelé à Rome rosmarinum est utilisé pour tresser des couronnes, a des rameaux fins, entourés de feuilles fines, allongées, sèches, blanches intérieurement, vertes à l'extérieur, fortement odorantes. Il a des propriétés échauffantes et peut guérir la jaunisse, si on le fait bouillir dans 1'eau et qu'on le donne à boire avant les exercices physiques, puis qu'au cours de ces exercices, on fasse prendre un bain et se désaltérer avec du vin. Il entre dans la composition des fortifiants et de l'onguent à base de vin doux. (trad. Suzanne Amigues)
= Rosmarinus officinalis L. (note Suzanne Amigues)
sphondulion
3.76.1 <σφονδύλιον>· φύλλα μὲν ἔχει κατὰ ποσὸν ἐοικότα πλα- τάνῳ πρὸς τὰ τοῦ πανάκους, καυλοὺς δὲ πηχυαίους ἢ καὶ μεί- ζονας, ἐοικότας μαράθῳ, σπέρμα δὲ ἐπ' ἄκρῳ ὅμοιον σεσέλει, διπλοῦν, πλατύτερον δὲ καὶ λευκότερον καὶ ἀχυρωδέστερον, βα- ρύοσμον, ἄνθη λευκά, ῥίζαν λευκήν, ὁμοίαν ῥαφάνῳ· φύεται δὲ ἐν ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις χωρίοις. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐκκρίνει κατὰ κοιλίαν φλεγμα-
3.76.2 τῶδες· ἰᾶται δὲ πινόμενος ἡπατικούς, ἰκτερικούς, ὀρθοπνοϊκούς, ἐπιλημπτικούς, ὑστερικὴν πνίγα, ὑποθυμιώμενος δὲ ἀνακαλεῖται τοὺς καταφερομένους, σὺν ἐλαίῳ δὲ ἐμβρεχομένης τῆς κεφαλῆς ἁρμόζει φρενιτικοῖς, ληθαργικοῖς, κεφαλαλγίαις· ἐπέχει δὲ καὶ ἕρπητας σὺν πηγάνῳ καταπλασθείς. δίδοται δὲ καὶ ἡ ῥίζα ἰκτεριώδεσι καὶ ἡπατικοῖς, περιξυσθεῖσα δὲ καὶ ἐντεθεῖσα περιτήκει τύλους τοὺς ἐν ταῖς σύριγξι. τοῦ δὲ ἄνθους χλωροῦ ὁ χυλὸς πρὸς εἱλκωμένα ὦτα καὶ πυορροοῦντα ἁρμόζει. ἀποτί- θεται δὲ ἡλιαζόμενος ὡς τὰ λοιπὰ χυλίσματα.
____________________
RV: σφονδύλιον· οἱ δὲ ἀράχνη, οἱ δὲ φαλάγγιον, οἱ δὲ ἀστέ- ριον, οἱ δὲ νήσυρις, οἱ δὲ σφονδυλίς, οἱ δὲ χοιρόδανον, οἱ δὲ οἰνάνθη, Ῥωμαῖοι ἕρβα ῥουτινάλις, Αἰγύπτιοι ἀψαφέρ, προφῆται Ὄσιρις.
____________________
Identifications proposées :
- Heracleum sphondylium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
narthêx
3.77.1 <νάρθηκος> χλωροῦ ἡ ἐντεριώνη πινομένη αἱμοπτυϊκοὺς καὶ κοιλιακοὺς ὠφελεῖ καὶ ἐχιοδήκτοις δίδοται σὺν οἴνῳ καὶ τὰς ἐκ ῥινῶν αἱμορραγίας ἐπέχει λεία ἐντεθεῖσα. τὸ δὲ σπέρμα στρο- φουμένους πινόμενον ὠφελεῖ καὶ ἱδρῶτας κινεῖ συγχριόμενον μετ' ἐλαίου· οἱ δὲ καυλοὶ βρωθέντες κεφαλαλγεῖς εἰσι. ταριχεύεται δὲ καὶ εἰς τὰς ἁλμεύσεις.
____________________
RV: νάρθηξ· Ῥωμαῖοι φέρουλαμ.
____________________
Identifications proposées :
- Ferula communis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
peukedanon
3.78.1 <πευκέδανον>· καυλὸν ἀνίησιν ἰσχνόν, μαράθῳ ὅμοιον· κόμην δὲ ἔχει περὶ τὴν ῥίζαν ἱκανὴν καὶ πυκνήν, ἄνθος μήλινον, ῥίζαν μέλαιναν, βαρύοσμον, ἁδράν, μεστὴν ὀποῦ. φύεται δὲ ἐν ὄρεσι συσκίοις. ὀπίζεται δὲ τῆς ῥίζης ἁπαλῆς ἀποτεμνομένης μαχαιρίῳ, καὶ τὸ ἀπορρέον εὐθέως ἐν σκιᾷ τίθεται· ὑπὸ γὰρ τοῦ ἡλίου ἀνίεται. ἐν δὲ τῷ συλλέγεσθαι κεφαλαλγίαν ποιεῖ καὶ σκοτώ- ματα, ἐὰν μή τις προδιαχρίσῃ ἑαυτοῦ τὰς ῥῖνας ῥοδίνῳ καὶ τὴν κεφαλὴν προκαταβρέξῃ· ἄχρηστος δὲ γίνεται ὀπισθεῖσα ἡ
3.78.2 ῥίζα. ὀπίζονται δὲ καὶ οἱ καυλοί, καὶ χυλίζεται ἡ ῥίζα ὡς μαν- δραγόρας, ἧττον δὲ ἐνεργεῖ τοῦ ὀποῦ ὁ χυλὸς καὶ τάχιον ἐκπνεῖ. ἐνίοτε δὲ εὑρίσκεται προπεπηγὸς δάκρυον, ὅμοιον λιβανωτῷ, τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις προσπεπλασμένον. τοῦ δὲ ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδονίᾳ καὶ Σαμοθρᾴκῃ γεννώμενος, βαρύοσμος, ἔγκιρρος, θερμαίνων τὴν γεῦσιν. ἁρμόζει δὲ σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ληθαργικοῖς, φρενιτικοῖς, σκοτωματικοῖς, ἐπιλημπτικοῖς, κεφαλαλγοῦσι χρο- νίως, παραλυτικοῖς, ἰσχιαδικοῖς, σπωμένοις καὶ καθόλου τοῖς
3.78.3 περὶ νεῦρα πάθεσι συγχριόμενος μετ' ἐλαίου καὶ ὄξους. ἔστι δὲ καὶ ὀσφραντὸς πνιγὸς ὑστερικῆς καὶ τῶν καταφερομένων ἀνακλητικός. διώκει δὲ θηρία θυμιώμενος· ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ὠταλγίας ἐνσταζόμενος σὺν ῥοδίνῳ καὶ πρὸς μυλαλγίας ἐντι- θέμενος βρώμασι· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς βῆχας μετ' ᾠοῦ λαμβα- νόμενος, δυσπνοίαις τε καὶ στρόφοις καὶ πνευματικαῖς διαθέ- σεσιν ἁρμόζει, κοιλίαν τε ἠπίως μαλάσσει καὶ σπλῆνα τήκει καὶ δυστοκίαις ἐξόχως ἀρήγει, πρός τε πόνους καὶ διατάσεις κύστεως
3.78.4 καὶ νεφρῶν πινόμενος ποιεῖ· ἀναστομοῖ δὲ καὶ ὑστέραν. χρη- σίμη δὲ καὶ ἡ ῥίζα πρὸς τὰ αὐτὰ ἔλασσον ἐνεργοῦσα· πίνεται δὲ αὐτῆς τὸ ἀφέψημα· καθαίρει δὲ λεία ξηρὰ τὰ ῥυπαρὰ ἕλκη καὶ λεπίδας ἀπ' ὀστέων ἀφίστησι καὶ ἀπουλοῖ τὰ παλαιά· μείγνυται δὲ καὶ κηρώμασι καὶ μαλάγμασι θερμαντικοῖς. ἐκλέ- γου δὲ τὴν πρόσφατον, ἄβρωτον, στερεάν, πλήρη ὀσμῆς. λύε- ται δὲ ὁ ὀπὸς εἰς τὰ ποτήματα ἀμυγδάλοις πικροῖς ἢ πη- γάνῳ ἢ ἀνήθῳ ἢ ἄρτῳ θερμῷ.
____________________
RV: πευκέδανον· οἱ δὲ <σίνωνα> ἄγριον, οἱ δὲ ἀγριό- φυλλον, προφῆται ἀγαθὸς δαίμων, Ῥωμαῖοι πιναστέλλουμ, οἱ δὲ σα<να>τάριαμ.
____________________
Identifications proposées :
- Peucedanum officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
melanthion
3.79.1.1 <μελάνθιον>· θαμνίσκος ἐστὶ λεπτόκαρφος, δισπίθαμος ἢ καὶ μείζων, φύλλα ἔχων μικρὰ ὥσπερ ἠριγέροντος, λεπτό- τερα δὲ πολλῷ καὶ κεφάλιον [ἔχων] ἐπ' ἄκρου· λεπτόν, μικρόν, ὡς μήκωνος, ἐπίμηκες, ἔχον κατὰ τὰ ἐντὸς διαφράγματα, ἐν οἷς [καὶ] τὸ σπέρμα μέλαν, δριμύ, εὐῶδες, καταπασσόμενον εἰς ἄρτους. ἁρμόζει δὲ κεφαλαλγοῦσι καταπλασσομένου τοῦ μετώπου καὶ τοῖς ἀρχομένοις ὑποχεῖσθαι ἐγχεόμενον <λεῖον> εἰς τὰς ῥῖνας
3.79.2 μετὰ ἰρίνου. αἴρει δὲ καὶ φακοὺς καὶ λέπρας καὶ οἰδήματα πα- λαιὰ καὶ σκληρίας σὺν ὄξει καταπλασθὲν καὶ ἥλους προπερι- χαραχθέντας ἐκτινάσσει σὺν οὔρῳ παλαιῷ ἐπιτεθέν, ὠφελεῖ καὶ ὀδονταλγίας μετὰ δᾳδίου καὶ ὄξους ἑψηθὲν καὶ διακλυζό- μενον, ἐκτινάσσει δὲ καὶ ἕλμινθας στρογγύλας καταπλασθέντος τοῦ ὀμφαλοῦ μεθ' ὕδατος. λεανθὲν δὲ καὶ ἐν ἀποδέσμῳ δεθὲν καὶ ὀσφραινόμενον τοὺς καταρροϊζομένους ὠφελεῖ, πινόμενον δὲ πλείονας ἡμέρας ἔμμηνα καὶ οὖρα καὶ γάλα ἄγει, παύει καὶ δύσπνοιαν μετὰ νίτρου ποθέν, βοηθεῖ καὶ φαλαγγιοδήκτοις ὅσον δραχμὴ μία μεθ' ὕδατος ποθεῖσα. διώκει δὲ καὶ ἑρπετὰ θυ- μιώμενον· φασὶ δὲ καὶ ἀναιρεῖν αὐτό, ἐάν τις πλεῖον αὐτὸ πίῃ.
____________________
RV: μελάνθιον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο μήκωνα ἄγριον μέλανα καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι παπάβερ νίγρουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Nigella sativa (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
silphion
3.80.1.1 <σίλφιον>· γεννᾶται ἐν τοῖς κατὰ Συρίαν καὶ Ἀρμενίαν καὶ Μηδίαν τόποις καὶ Λιβύην, οὗ ὁ καυλὸς μάσπετον καλεῖ- ται, ἐμφερὴς νάρθηκι· φύλλα δὲ ἔχει σελίνῳ ὅμοια, σπέρμα πλατύ, φυλλῶδες, ὃ καλεῖται μαγύδαρις. ῥίζα δὲ θερμαντική, <φυσώδης, ἐρευκτική, ἀναξηραντική,> δύσπεπτος, κύστεως κακωτική. ἰᾶται δὲ χοιράδας καὶ φύματα ἀναλημφθεῖσα κηρωτῇ [ἢ] καὶ ὑπώπια σὺν ἐλαίῳ καταπλασθεῖσα, σὺν ἰρίνῃ δὲ κηρωτῇ ἢ κυπρίνῃ ἰσχιαδικοῖς ἁρμόζει, τάς τε περὶ δακτύλιον ἐξοχὰς αἴρει ἐν σιδίῳ σὺν ὄξει ἑψηθεῖσα καὶ κατα- πλασθεῖσα, θανασίμων τέ ἐστιν ἀντιφάρμακον πινομένη, εὔστο- μός τέ ἐστι μειγνυμένη καὶ εἰς βάμματα καὶ ἅλας.
3.80.2 συλλέγεται δὲ ὁ ὀπὸς ἐγχαρασσομένης τῆς ῥίζης καὶ τοῦ καυλοῦ. διαφέρει δὲ αὐτοῦ ὁ ὑπέρυθρος καὶ διαυγής, σμυρνί- ζων καὶ ἐν τῇ ὀσμῇ εὔτονος, μὴ πρασίζων μηδὲ ἀπηνὴς πρὸς τὴν γεῦσιν εὐχερῶς τε διειμένος ἐπὶ τὸ λευκὸν χρῶμα. ὁ μέντοι Κυρηναϊκός, κἂν ἐπ' ὀλίγον αὐτοῦ τις γεύσηται, εὐθέως ἰκμάδα κινεῖ καθ' ὅλον τὸ σῶμα τῇ τε ὀσμῇ ἐστι προσηνέστατος, ὥστε γευσαμένῳ μηδὲ τὸ στόμα πνεῖν, εἰ μὴ ἐπ' ὀλίγον. ὁ δὲ Μηδι- κὸς καὶ ὁ Συριακὸς τῇ δυνάμει εἰσὶν ἀσθενέστεροι καὶ βρωμω-
3.80.3 δεστέραν ἔχουσι τὴν ὀσμήν. δολοῦται δὲ πᾶς ὀπὸς πρὸ τοῦ ξηρανθῆναι σαγαπηνοῦ μειγνυμένου ἢ ἀλεύρου ἐρεγμίνου, ὅπερ διακρίνεται τῇ γεύσει καὶ τῇ ὀσμῇ καὶ τῇ ὄψει καὶ τῇ διέσει. ἔνιοι δὲ τὸν μὲν καυλὸν σίλφιον ἐκάλεσαν, τὴν δὲ ῥίζαν μαγύ- δαριν, τὰ δὲ φύλλα μάσπετα. πρακτικώτατος δέ ἐστιν ὁ ὀπός, εἶτα τὰ φύλλα, εἶτα ὁ καυλός. ἔστι δὲ φυσώδης καὶ δριμύς, ἀλωπεκίας θεραπεύων σὺν οἴνῳ καὶ πεπέρει καὶ ὄξει καταχριόμενος, ὀξυδερκίας τε ποιη- τικὸς καὶ ἀρχομένης ὑποχύσεως διασκεδαστικὸς σὺν μέλιτι ἐγ- χριόμενος, πρὸς ὀδονταλγίας τε ἐντίθεται εἰς τὰ βρώματα καὶ
3.80.4 περιτίθεται σὺν λιβανωτῷ ἐγχρισθεὶς εἰς ὀθόνιον· καὶ διακλύ- ζεται δὲ σὺν ὑσσώπῳ καὶ σύκοις ἀφεψημένοις ἐν ὀξυκράτῳ· καὶ ἐπὶ λυσσοδήκτων δὲ ὠφελεῖ ἐπιτιθέμενος τοῖς τραύμασι καὶ ἐπὶ τῶν ἰοβόλων ζῴων πάντων καὶ τῶν φαρμακωδῶν το- ξευμάτων ἐγχριόμενος καὶ πινόμενος, ἐπὶ δὲ σκορπιοπλήκτων ἐλαίῳ διεθεὶς περιαλείφεται καὶ ἐπὶ γαγγραινουμένων προκατα- σχασθέντων ἐνίεται, πρός τε ἄνθρακας μετὰ πηγάνου καὶ νίτρου καὶ μέλιτος ἢ καθ' ἑαυτόν, ἥλους τε καὶ τύλους αἴρει προπερι- χαραχθέντας συμμαλαχθεὶς κηρωτῇ ἢ σύκων ξηρῶν τῷ ἐντός. θεραπεύει καὶ λειχῆνας προσφάτους σὺν ὄξει, σαρκώματα δὲ καὶ πώλυπας μετὰ χαλκάνθου ἢ ἰοῦ διαχριόμενος ἐπὶ ἡμέρας
3.80.5 τινάς· ἐπισπῶ δὲ τὰς ἐξοχὰς σαρκολαβίδι. ἀρήγει δὲ καὶ βρόγ- χου χρονίαις τραχύτησι, φωνήν τε αἰφνιδίως δασυνθεῖσαν ὕδατι διεθεὶς καὶ ἐπιρροφηθεὶς αὐτίκα ἀποκαθαίρει, κιονίδας τε στέλλει σὺν μέλιτι διαχριόμενος, συναγχικοῖς τε ἀναγαργάρισμα μετὰ μελικράτου ὠφέλιμον, εὐχρουστέρους τε ποιεῖ λαμβανόμενος ἐν διαίτῃ, βηχί τε ἁρμόζει ἐν ᾠῷ ῥοφητῷ διδόμενος, πλευριτικοῖς δὲ ἐν ῥοφήματι, ἰκτερικοῖς τε καὶ ὑδρωπικοῖς ὠφελίμως δίδοται μετὰ σύκων ξηρῶν. λύει καὶ ῥίγη σὺν πεπέρει καὶ πηγάνῳ καὶ οἴνῳ ποθείς, τετανικοῖς τε καὶ ὀπισθοτονικοῖς ὀβολοῦ ὁλκὴν κηρῷ περιπλάσας δίδου καταπίνειν, βδέλλας τε τὰς προσισχο- μένας τῇ καταπόσει ἀναγαργαριζόμενος μετ' ὄξους ἀποβάλλει, καὶ τοῖς γάλα τεθρομβωμένον ἔνδον ποιοῦσι καὶ ἐπιλημπτικοῖς
3.80.6 μετ' ὀξυμέλιτος λημφθεὶς βοηθεῖ. ποθεὶς δὲ σὺν πεπέρει καὶ σμύρνῃ καταμήνια ἄγει, κοιλιακούς τε ἐν ῥαγὶ σταφυλῆς λαμβα- νόμενος ὠφελεῖ· μετὰ δὲ κονίας ποθεὶς ὠφελεῖ τὰ αἰφνίδια σπάσματα καὶ ῥήγματα· διαλύεται δὲ εἰς τὰ ποτήματα ἀμυγ- δάλοις πικροῖς ἢ πηγάνῳ ἢ ἄρτῳ θερμῷ. τὸ δὲ ὀπόφυλλον αὐτοῦ τὰ αὐτὰ ποιεῖ, παρὰ πολὺ δὲ ἔλασσον· ἐσθίεται δὲ μετ' ὀξυμέλιτος ἁρμόζον τοῖς περὶ ἀρτηρίαν, μάλιστα δὲ ἀποκοπεῖ- σιν ἤχοις. χρῶνται δὲ αὐτῷ καὶ μετὰ θριδάκων ἐσθίοντες ἀντὶ εὐζώμου. λέγεται δὲ καὶ ἑτέρα μαγύδαρις γεννωμένη ἐν Λιβύῃ, ῥίζα παρομοία σιλφίῳ, ἧττον δὲ παχεῖα <καὶ> δριμεῖα καὶ χαύνη καὶ ὀπὸν μὴ ἔχουσα, ποιοῦσα δὲ τὰ αὐτὰ τῷ σιλφίῳ.
____________________
Identifications proposées :
- Ferula tingitana (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le silphion croît du côté de la Syrie, de l'Arménie et de la Médie, ainsi qu'en Libye ; sa tige est appelée maspeton, elle fait penser à celle d'une férule ; il a des feuilles semblables à celles du céleri, une graine plate, foliacée, appelée magydaris. (trad. Suzanne Amigues)
- - pour la Libye, une espèce de férule mal déterminée et présumée disparue.
- - pour l'Orient, Ferula assa-foetida L. (note Suzanne Amigues)
sagapênon
3.81.1 <σαγαπηνόν>· ὀπός ἐστι πόας ναρθηκοειδοῦς, γεννωμένης ἐν Μηδίᾳ. διαφέρει δὲ αὐτοῦ τὸ διαυγές, ἔξωθεν μὲν κιρρόν, ἐκ δὲ τῶν ἐντὸς λευκόν, ὄζον μεταξὺ ὀποῦ σιλφίου καὶ χαλβά- νης, δριμὺ ἐν τῇ γεύσει. ποιεῖ δὲ πρὸς θώρακος καὶ πλευρᾶς πόνον, ῥήγματα, σπά- σματα, βῆχας χρονίους, πάχη <τε> τὰ ἐν πνεύμονι ἀνακαθαίρει. δίδοται δὲ καὶ ἐπιλημπτικοῖς, ὀπισθοτονικοῖς, σπληνικοῖς, παρα- λυτικοῖς, κατεψυγμένοις, περιοδικοῖς πυρετοῖς ἐν ποτήματι·
3.81.2 καὶ ἐν συγχρίσματι δὲ ὠφελίμως προσάγεται. ἄγει καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα φθείρει μεθ' ὑδρομέλιτος πινόμενον, ἀρήγει καὶ θηριοδήκτοις μετ' οἴνου λαμβανόμενον, διεγείρει καὶ ὑστερικῶς πνιγομένας μετ' ὄξους ὀσφραινόμενον, οὐλάς τε ἀποσμήχει τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ ἀμβλυωπίας καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις καὶ ὑποχύματα. διαλύεται δὲ ὥσπερ ὁ ὀπὸς πηγάνῳ καὶ ὕδατι ἢ πικροῖς ἀμυγδάλοις ἢ μέλιτι ἢ ἄρτῳ θερμῷ.
____________________
Identifications proposées :
- Ferula persica (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
euphorbion
3.82.1 <εὐφόρβιον>· δένδρον ἐστὶ ναρθηκοειδὲς Λιβυκόν, γεν- νώμενον ἐν τῇ κατὰ Μαυρουσιάδα Αὐτολολίᾳ, ὀποῦ μεστὸν δρι- μυτάτου, ὃν δεδοικότες οἱ τῇδε ἄνθρωποι συλλέγουσι διὰ τὸ ἐπιτεταμένον τῆς πυρώσεως· κοιλίας γοῦν προβατείας πεπλυ- μένας περιδήσαντες τῷ δένδρῳ μακρόθεν ἀκοντίοις διαιροῦσι τὸν καυλόν· εὐθέως δὲ ὡς ἔκ τινος ἀγγείου πολὺς ἀποχεῖται ὀπὸς εἰς τὰς κοιλίας, καὶ ἀπορραίνεται δὲ εἰς τὴν γῆν ἐξακοντι-
3.82.2 ζόμενος. ἔστι δὲ δύο γένη τοῦ ὀποῦ· τὸ μέν τι διαυγὲς ὡς σαρ- κοκόλλα, κατὰ μέγεθος ὀρόβων, τὸ δέ τι ἐν ταῖς κοιλίαις ξυ- σματῶδες καὶ συνεστός. δολοῦται δὲ καὶ σαρκοκόλλῃ καὶ κόμ- μει μειγνυμένοις· ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν. δυσδοκί- μαστος δέ ἐστι τῇ γεύσει λαμβανόμενος διὰ τὸ ἅπαξ δηχθείσης τῆς γλώσσης ἐπιμένειν τὴν πύρωσιν ἐφ' ἱκανὸν χρόνον, ὥστε πᾶν τὸ προσαγόμενον εὐφόρβιον δοκεῖν εἶναι. ἡ μέντοι εὕρεσις αὐτοῦ κατὰ <Ἰόβαν> (F. H. G. III 473), τὸν βασιλέα τῆς Λιβύης, ἐπεγνώσθη.
3.82.3 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς διαφορητικὴν ὑποχυμάτων ἐγχριό- μενος· πυροῖ μέντοι δι' ὅλης τῆς ἡμέρας, ὅθεν μέλιτι μείγνυται καὶ κολλυρίοις κατ' ἀναλογίαν τῆς δριμύτητος· ἁρμόζει καὶ ἰσχίων ἀλγήμασι μιγεὶς ἀρωματικῷ ποτήματι καὶ πινόμενος· ἀφίστησι δὲ καὶ λεπίδας αὐθημερόν· δεῖ μέντοι χρωμένους ἀσφαλίζεσθαι τὴν περικειμένην τοῖς ὀστοῖς σάρκα μοτοῖς ἢ κηρωτῇ. ἱστοροῦσι δέ τινες μηδὲν παρακολουθεῖν δυσχερὲς τοῖς ἑρπετοδήκτοις, ἐάν τις ἐγκόψας αὐτῶν ἄχρι ὀστέου τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς ἐνθῇ τὸν ὀπὸν λεῖον καὶ ῥάψῃ τὸ τραῦμα.
____________________
Identifications proposées :
- Euphorbia resinifera (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'euphorbe est un arbre de Libye qui a l'aspect d'une férule et croît à Automolia en Maurétanie ; il est plein d'un latex très âcre, que les gens du pays recueillent avec précaution à cause de son extrême causticité. Toujours est-il qu'après avoir attaché à l'arbre des estomacs de moutons préalablement lavés, ils incisent la tige à distance avec des javelines ; aussitôt le latex se met à couler abondamment comme d'un vase dans ces estomacs ; des gouttes en sont aussi projetées sur le sol au moment où la javeline le fait jaillir. Il y a deux sortes de latex, l'une translucide comme la sarcocolle, <en grains> de la taille des pois de pigeon (orobos), l'autre, dans les estomacs <de moutons>, pulvérulente et agglomérée. Il est adultéré par mélange de sarcocolle et de gomme.(...) On reconnaît qu'il fut découvert du temps de Juba, roi de Libye. (trad. Suzanne Amigues)
C'est l’Euphorbia resinifera Berg. du Maroc (Maurétanie). A noter que la Libye des Grecs est l'Afrique, et non exclusivement le pays qui porte aujourd'hui ce nom. (note Suzanne Amigues)
khalbanê
3.83.1.1 <χαλβάνη>· ὀπός ἐστι νάρθηκος ἐν Συρίᾳ γεννωμένου, ὃν ἔνιοι μέτωπον καλοῦσιν. ἔστι δὲ αὐτῆς ἀρίστη ἡ λιβανοει- δής, χονδρώδης, καθαρά, λιπαρά, ἄξυλος, ἔχουσα δέ τι τοῦ σπέρματος καὶ τοῦ νάρθηκος μεμειγμένον, ὀσμῇ βαρεῖα, οὔτ' ἄγαν ὑγρὰ οὔτε κατάξηρος. δολοῦσι δὲ αὐτὴν μειγνύντες ῥητίνην καὶ ἐρεγμὸν καὶ ἀμμωνιακόν. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν καὶ πυρωτικήν, ἐπισπαστικήν, διαφορητικήν· προστιθεμένη δὲ καὶ ὑποθυμιωμένη ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει, φακούς τε αἴρει μετ' ὄξους καὶ νίτρου ἐπιπλα- σθεῖσα· καὶ πίνεται δὲ πρὸς παλαιὰν βῆχα, δύσπνοιαν, ἄσθματα,
3.83.2 ῥήγματα, σπάσματα. ἀντιπάσχει δὲ καὶ τοξικῷ σὺν οἴνῳ καὶ σμύρνῃ ποθεῖσα, ἐκβάλλει δὲ καὶ τὰ τεθνηκότα ἔμβρυα ὁμοίως λημφθεῖσα, ἐπιτίθεται δὲ καὶ πρὸς ὀδύνην πλευρᾶς καὶ δοθιῆ- νας, ἐπιλημπτικούς τε καὶ ὑστερικὰς καὶ σκοτωματικοὺς ὀσφραι- νομένη διεγείρει, θηρία τε διώκει θυμιωμένη τούς τε συγχριο- μένους ἀδήκτους τηρεῖ. σὺν σφονδυλίῳ δὲ καὶ ἐλαίῳ παρατε- θεῖσα τὰ ἑρπετὰ κτείνει, ὀδόντος τε πόνον περιπλασθεῖσα καὶ ἐντεθεῖσα εἰς τὸ βρῶμα παύει· δοκεῖ δὲ καὶ δυσουρίαν ποιεῖν.
3.83.3 λύεται δὲ εἰς μὲν τὰ ποτήματα πικροῖς ἀμυγδάλοις καὶ ὕδατι ἢ πηγάνῳ ἢ μελικράτῳ ἢ ἄρτῳ θερμῷ, ἄλλως δὲ μηκωνίῳ, χαλκῷ κεκαυμένῳ, χολῇ ὑγρᾷ. καθαίρειν δὲ αὐτὴν βουλόμενος κάθες εἰς ζεστὸν ὕδωρ· τακείσης γὰρ αὐτῆς ἐπιπλεύσει τὸ ῥυπαρόν, ὅπερ χωρίσεις οὕτως· εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ εἰς ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὥστε μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον, καὶ πωμάσας εἰς ἀναβρα- στὸν ὕδωρ κάθες· οὕτως γὰρ τὸ μὲν νόστιμον εἰς τὸ ἄγγος ἀποτακήσεται ὡς δι' ἠθμοῦ, τὸ δὲ ξυλῶδες ἐν τῷ ὀθονίῳ μενεῖ.
____________________
Identifications proposées :
- Ferula galbaniflua (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
ammôniakon
3.84.1 <ἀμμωνιακόν>· καὶ τοῦτο ὀπός ἐστι νάρθηκος γεννω- μένου ἐν τῇ κατὰ Κυρήνην Λιβύῃ· καλεῖται δὲ αὐτοῦ ὅλος ὁ θάμνος σὺν τῇ ῥίζῃ ἀγασυλλίς. ἐγκριτέον δὲ αὐτοῦ τὸ εὔχρουν καὶ ἄλιθον καὶ ἄξυλον καὶ λιβανωτίζον τοῖς χόνδροις <καὶ> κα- θαρὸν καὶ πυκνόν, μηδεμίαν ἔχον ῥυπαρίαν, καστορίζον τῇ ὀσμῇ, πικρὸν δὲ τῇ γεύσει. καλεῖται δὲ τὸ τοιοῦτο θραῦσμα, τὸ δὲ γεῶδες ἢ λιθῶδες φύραμα· γεννᾶται δὲ ἐν Λιβύῃ τῇ κατ' Ἄμμωνα, χυλὸς δένδρου ναρθηκοειδοῦς ὤν.
3.84.2 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἐπισπαστικήν, διαλυτικὴν σκληρωμάτων τε καὶ φυμάτων, κοιλίαν τε ὑπάγει ποθὲν καὶ ἔμβρυα κατασπᾷ <καὶ> σπλῆνα τήκει μετ' ὄξους δραχμὴ μία ποθεῖσα καὶ ἄρθρων καὶ ἰσχίων ἀλγήματα παραιτεῖται. βοηθεῖ δὲ καὶ ἀσθματικοῖς καὶ ὀρθοπνοϊκοῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς, καὶ τοῖς ὑγρὰ ἐν θώρακι ἔχουσιν ἐκλειχόμενον μετὰ μέλιτος ἢ μετὰ πτισάνης ῥοφούμενον· ἄγει δὲ καὶ οὖρα αἱματώδη.
3.84.3 σμήχει δὲ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς λευκώματα καὶ τραχύτητας βλεφά- ρων τήκει· λυθὲν δὲ ὄξει καὶ ἐπιτεθὲν παύει τὰς περὶ σπλῆνα καὶ ἧπαρ σκληρίας· λύει καὶ τοὺς περὶ τὰ ἄρθρα πώρους μετὰ μέλιτος καταπλασσόμενον ἢ καὶ πίσσῃ μιγέν· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς κόπους καὶ ἰσχιάδας συγχριόμενον, μιγὲν ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ κυπρίνῳ ἐλαίῳ ἀντὶ ἀκόπου.
____________________
RV: ἀμμωνιακή· οἱ δὲ ἀγάσυλλον· [πόα ἐστίν, ὅθεν τὸ ἀμμωνιακόν·] οἱ δὲ ἀμμωνιακὸν θυμίαμα· οἱ δὲ κριόθεος, οἱ δὲ Ἡλίου τρόφις, Ῥωμαῖοι γούττα ἀμμωνίακα.
____________________
Identifications proposées :
- Ferula marmarica (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
sarkokolla
3.85.1 <σαρκοκόλλα>· ἔστι δάκρυον δένδρου γεννωμένου ἐν τῇ Περσίδι, ἐοικὸς λιβανωτῷ λεπτῷ, ὑπόκιρρον, ἔμπικρον τῇ γεύσει. δύναμιν δὲ ἔχει κολλητικὴν τραυμάτων καὶ ἐφεκτικὴν τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ῥευμάτων· μείγνυται δὲ καὶ ἐμπλάστροις. δολοῦ- ται δὲ κόμμεως αὐτῇ μειγνυμένου.
____________________
Identifications proposées :
- Astragalus fasciculifolius (Beck) (fasiciculufolius !)
- Astragalus fasciculifolius (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
glaukion
3.86.1 <γλαύκιον>· χυλός ἐστι βοτάνης κατὰ Ἱεράπολιν τῆς Συρίας γεννωμένης. ἔοικε δὲ αὐτῆς τὰ φύλλα τοῖς τῆς κερατί- τιδος μήκωνος, λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα, βαρύοσμα, πι- κρὰ ἐν τῇ γεύσει· χυλὸν δὲ ἔχει πολὺν κροκίζοντα. ταύτης τὰ φύλλα βαλόντες οἱ ἐπιχώριοι εἰς χύτραν θερμαίνουσιν ἐν κλι- βάνοις ἡμιψυγέσιν ἄχρι μαρασμοῦ, εἶτα ἐκκόψαντες ἐκθλίβουσι τὸν χυλόν. ἔστι δὲ αὐτοῦ ἡ χρῆσις πρὸς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐν ἀρχῇ ψυ- κτικοῦ ὄντος.
____________________
RV: γλαύκιον.
____________________
Identifications proposées :
- Glaucium corniculatum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le glaukion est le suc d'une herbe qui croît dans la région de Hiérapolis en Syrie. Ses feuilles ressemblent à celles du pavot cornu mais sont plus grasses et disposées au ras du sol, d'odeur forte et de saveur amère ; elles renferment en abondance un suc de couleur safranée. Les indigènes mettent les feuilles de cette plante dans une marmite, les font chauffer à four tiède jusqu'à ce qu'elles soient flétries, puis ils les coupent menu et en expriment le suc.
Celui-ci est utilisé pour combattre les ophtalmies parce qu'il est tout d'abord rafraîchissant. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
Glaucium corniculatum Curt. (note Suzanne Amigues)
kolla
3.87.1 <κόλλα>, ἣν ἔνιοι ξυλοκόλλαν καλοῦσιν ἢ ταυροκόλλαν· καλλίστη ἐστὶν ἡ Ῥοδία ἐκ τῶν βοείων βυρσῶν κατασκευαζο- μένη. ἔστι δὲ λευκὴ καὶ διαυγὴς ἡ τοιαύτη, ἡ δὲ μέλαινα ἥττων. δύναμιν δὲ ἔχει λυθεῖσα ὄξει λειχῆνας καὶ λέπρας τὰς ἐπι- πολαίους ἀφιστάνειν, πυρίκαυτά τε οὐκ ἐᾷ φλυκταινοῦσθαι μεθ' ὕδατος θερμοῦ ἀνεθεῖσα καὶ καταχριομένη. ἔστι δὲ καὶ τραυ- ματικὴ διεθεῖσα μέλιτι καὶ ὄξει.
____________________
Identifications proposées :
- glue (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- Note : faite de peu de taureau. MC.
ikhthuokolla
3.88.1 ἡ δὲ ἰχθυοκόλλα λεγομένη κοιλία ἐστὶν ἰχθύος κητῴου. διαφέρει δὲ ἡ ἐν Πόντῳ γεννωμένη, οὖσα λευκή, ὑπόπαχυς, οὐ ψωρώδης, τάχιστα τηκομένη. εὐθετεῖ δὲ εἴς τε τὰς κεφαλικὰς ἐμπλάστρους καὶ εἰς τὰς λεπρικὰς δυνάμεις καὶ εἰς τετάνωθρα τῶν προσώπων.
____________________
Identifications proposées :
- fish glue (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- Note : faite à partir d'une baleine. MC.
ixos
3.89.1 <ἰξός>· ἔστι καλὸς ὁ λεῖος, πρασίζων τῷ χρώματι κατὰ τὸ ἐντός, ἐκτὸς δὲ ὑπόξανθος, μηδὲν ἔχων τραχὺ ἢ πιτυρῶδες. συνάγεται δὲ ἔκ τινος καρποῦ περιφεροῦς, γεννωμένου ἐν ἰξίᾳ τῇ ἐχούσῃ τὰ φύλλα ὅμοια πύξῳ. κόπτεται δὲ ὁ καρπός, εἶτα πλύνεται, εἶτα ἕψεται ἐν ὕδατι· ἔνιοι δὲ μασώμενοι αὐτὸν ἐρ- γάζονται. γίνεται δὲ καὶ ἐκ μηλέας καὶ ἀπίου καὶ ἐξ ἄλλων δένδρων· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς ῥίζαις θάμνων τινῶν.
3.89.2 δύναται δὲ διαφορεῖν, μαλάσσειν, ἐπισπᾶσθαι, συμπέσσειν φύματα, παρωτίδας καὶ τὰς ἄλλας ἀποστάσεις μιγεὶς ῥητίνῃ καὶ κηρῷ ἴσοις, ἐπινυκτίδας τε ἐν σπληνίῳ ἰᾶται. σὺν λιβα- νωτῷ δὲ ἕλκη παλαιὰ καὶ κακοήθεις ἀποστάσεις μαλάσσει καὶ σπλῆνα τήκει σὺν ἀσβέστῳ καὶ λίθῳ γαγάτῃ ἢ ἀσσίῳ ἑψηθεὶς καὶ ἐπιτεθείς· ἕλκει δὲ καὶ ὄνυχας σὺν ἀρσενικῷ ἢ σανδαράκῃ ἐπιπλασθείς, μιγεὶς δὲ ἀσβέστῳ καὶ τρυγὶ ἐπιτείνει τὴν δύνα- μιν αὐτῶν.
____________________
Identifications proposées :
- Hozanthus europaeus (Beck) (!)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- glue du gui ? MC.
aparinê
3.90.1 <ἀπαρίνη>· οἱ δὲ ἀμπελόκαρπον, οἱ δὲ ὀμφαλόκαρπον καλοῦσιν, οἱ δὲ φιλάνθρωπον. κλῶνες πολλοί, μακροί, τετρά- γωνοι, τραχεῖς· φύλλα δὲ ἐκ διαστήματος περικείμενα κυκλοτε- ρῶς ὥσπερ τὰ τοῦ ἐρυθροδάνου, ἄνθη λευκά, σπέρμα σκληρόν, στρογγύλον, ὑπόκοιλον ἐκ μέσου ὡς ὀμφαλός· προσέχεται δὲ καὶ ἱματίοις ἡ πόα. χρῶνται δ' αὐτῇ καὶ οἱ ποιμένες ἀντὶ ἠθμοῦ ἐπὶ τοῦ γάλακτος πρὸς ἔκλημψιν τῶν ἐν αὐτῷ τριχῶν. ταύτης τὸ σπέρμα καὶ οἱ καυλοὶ καὶ τὰ φύλλα χυλισθέντα φαλαγγιοδήκτοις καὶ ἐχιοδήκτοις βοηθεῖ μετ' οἴνου πινόμενα, καὶ ὠταλγίας ἰᾶται ὁ χυλὸς ἐγχυματιζόμενος. ἡ δὲ πόα ἀνα- λημφθεῖσα ὀξυγγίῳ διαφορεῖ χοιράδας.
____________________
RV: ἀπαρίνη· οἱ δὲ ὀμφαλόκαρπον, οἱ δὲ φιλάνθρωπον καλοῦσιν, οἱ δὲ ἰξόν.
____________________
Identifications proposées :
- Galium aparine (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le gratteron (aparinê). appelé aussi "plante à fruits de vigne" (ampelokarpos), "plante à fruits ombiliqués" (omphalokarpos), "plante qui s'attache à l'homme" (philanthropes), a des rameaux nombreux, longs, quadrangulaires, rudes ; des feuilles disposées en cercles espacés, comme celles de la garance, des fleurs blanches, une graine dure, ronde, un peu déprimée au centre comme un ombilic ; l'herbe s'accroche aux vêtements. Les bergers l'utilisent en guise de passoire pour le lait, afin d'en ôter les poils qu'il contient. (trad. Suzanne Amigues)
alusson
3.91.1 <ἄλυσσον>· φρυγάνιόν ἐστιν ὑπότραχυ, μονόκαυλον, φύλλα ἔχον στρογγύλα, παρ' οἷς ὁ καρπὸς ὡς ἀσπιδίσκια διπλᾶ, ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὑπόπλατυ· φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις. ταύτης τὸ ἀφέψημα ποθὲν λυγμοὺς τοὺς δίχα πυρετοῦ λύει· καὶ κρατηθὲν δὲ ἢ ὀφθὲν τὸ αὐτὸ δρᾷ. σὺν μέλιτι δὲ λεῖον φακοὺς καὶ ἔφηλιν ἀποκαθαίρει. δοκεῖ δὲ καὶ λύσσαν κυνὸς ἰᾶσθαι συγκοπὲν ἐδέσματι καὶ δοθέν· καὶ κρεμάμενον δὲ ἐν οἰκίᾳ ὑγιεινὸν λέγεται εἶναι ἀνθρώποις καὶ ζῴοις. περια- φθὲν δὲ φοινικῷ ῥάκει θρεμμάτων νόσους παύει.
____________________
RV: ἄλυσσον· οἱ δὲ ἀσπίδιον, οἱ δὲ ἀπόφυλλον τραχύ, οἱ δὲ ἀκκύσιτον, οἱ δὲ ἀλύσσιον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Biscutella sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
asklêpias
3.92.1 <ἀσκληπιάς>· κλωνία ἀνίησι μακρά, ἐφ' ὧν τὰ φύλλα [μακρά] κισσῷ ὅμοια, ῥίζας πολλάς, λεπτάς, εὐώδεις, ἄνθος βα- ρύοσμον, σπέρμα ὡς πελεκίνου· φύεται ἐν ὄρεσι. βοηθοῦσι δὲ αἱ ῥίζαι σὺν οἴνῳ πινόμεναι στροφουμένοις καὶ θηριοδήκτοις καὶ τὰ φύλλα <δὲ> καταπλασσόμενα· ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰ ἐν μαστοῖς καὶ μήτρᾳ κακοήθη.
____________________
RV: ἀσκληπιάς· οἱ δὲ κισσίον, οἱ δὲ κισσόφυλλον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Vincetoxicum officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
atraktulis
3.93.1 <ἀτρακτυλίς>· οἱ δὲ κνῆκον ἄγριον καλοῦσιν. ἄκανθά ἐστιν ἐοικυῖα κνήκῳ, μικρότερα δὲ πολλῷ φύλλα ἔχουσα ἐπ' ἄκρῳ τῷ ῥαβδίῳ· τὸ δὲ πλεῖον γυμνόν, ᾧ καὶ αἱ γυναῖκες χρῶνται ἀντὶ ἀτράκτου· ἔχει δὲ καὶ κόμην ἐπ' ἄκρου ἀκανθώδη, ἄνθος ὠχρόν· ῥίζα δὲ λεπτή, ἄχρηστος. ταύτης τὰ φύλλα καὶ ἡ κόμη καὶ ὁ καρπὸς λεῖα ποθέντα σὺν πεπέρει καὶ οἴνῳ σκορπιοπλήκτους ὠφελεῖ. ἱστοροῦσι δὲ ἔνιοι τοὺς πληχθέντας, ἄχρι μὲν ἂν κρατῶσι τὴν πόαν, ἀνω- δύνους μένειν, ἀποτιθεμένους δὲ ἀλγεῖν.
____________________
RV: ἀτρακτυλίς· οἱ δὲ ἄμυρον, οἱ δὲ κνῆκος ἀγρία, οἱ δὲ ἀσπίδιον, προφῆται ἄφεδρος, Αἰγύπτιοι χινώ, Ῥωμαῖοι πρεσήπιουμ, οἱ δὲ φούσους ἀγρέστις, οἱ δὲ κουνούκλα ῥούστικα.
____________________
Identifications proposées :
- Carthamus lanatus (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le "chardon à quenouille", appelé aussi "carthame sauvage" , est une plante épineuse qui ressemble au carthame, mais qui a des feuilles beaucoup plus petites au sommet de sa tige grêle (litt. "de sa petite pousse"). Celle-ci est nue dans sa plus grande partie, que précisément les femmes utilisent en guise de quenouille ; elle porte au sommet un toupet épineux et une fleur jaune clair ; la racine est fine, sans usages.
Les feuilles de ce chardon, son toupet et son fruit réduits en poudre, pris en boisson avec du poivre et du vin, font du bien aux gens piqués par un scorpion. Certains racontent que ces gens n'éprouvent pas de douleur tant qu'ils sont en possession de la plante et souffrent si on la leur enlève. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
= Carthamus lanatus L. (note Suzanne Amigues)
poluknêmon
3.94.1 <πολύκνημον>· θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες, ἔχον φύλλα ὀριγάνῳ ἐμφερῆ, τὸν δὲ καυλὸν πολυγόνατον ὥσπερ γλήχων· οὐκ ἔχει μέντοι σκιάδιον, μικρὰ δὲ ἐπ' ἄκρῳ κορύμβια δριμύ τι μετ' εὐωδίας ἀποπνέοντα. ποιεῖ δὲ καταπλασσόμενον χλωρὸν ἢ ξηρὸν μεθ' ὕδατος πρὸς τραύματα κολλῶν· δεῖ δὲ πεμπταῖον λύειν· πίνεται καὶ πρὸς στραγγουρίας καὶ ῥήγματα σὺν οἴνῳ.
____________________
RV: πολύκνημον· οἱ δὲ κλινοπόδιον, οἱ δὲ πολυγόνατον, οἱ δὲ Διὸς ἠλακάτη, οἱ δὲ ἐχεώνυμον, Ῥωμαῖοι πουτιαλογονθρια.
____________________
Identifications proposées :
- Zizyphora capitata (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
klinopodion
3.95.1 <κλινοπόδιον>· οἱ δὲ κλεόνικον, οἱ δὲ ὠκιμοειδές, οἱ δὲ Ζωπύριον καλοῦσι. θαμνίον ἐστὶ καὶ τοῦτο φρυγανῶδες, δισπίθαμον, φυόμενον ἐν πέτραις, ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παρα- πλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης ποσὶν ἐκ διαστημάτων, ἐμφερῆ πρασίῳ. πίνεται δὲ ἡ πόα καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πρὸς θηρίων δήγματα καὶ σπάσματα καὶ ῥήγματα καὶ στραγγουρίας· ἄγει καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα, καὶ ἀκροχορδόνας ἀποβάλλει ἐφ' ἱκανὰς ἡμέρας πινόμενον, κοιλίαν τε ἵστησιν ἐπὶ τρίτον ἑψόμενον καὶ πινόμενον ἀπυρέτοις ἐν οἴνῳ, πυρέττουσι δὲ δι' ὕδατος.
____________________
Identifications proposées :
- Calamintha clinopodium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
leontopetalon
3.96.1 <λεοντοπέταλον>· οἱ δὲ λεοντοπόδιον, οἱ δὲ παρδά- λιον, οἱ δὲ θορύβηθρον, οἱ δὲ λεύκηθρον καλοῦσι. καυλὸν ἀνίησιν ὅσον σπιθαμῆς, ἔχοντα μασχάλας πλείστας, ἐφ' ὧν ἄκρων λοβοὶ ὅμοιοι ἐρεβίνθοις· ἐν δὲ τούτοις δύο ἢ τρία σπερ- μάτια· φύλλα δὲ ὅμοια κράμβῃ, ῥίζα μέλαινα ὥσπερ γογγύ- λης, ἔχουσα ἐξοχὰς καθάπερ κονδύλους τινάς· φύεται ἐν ἀρού- ραις καὶ ἐν τῷ σίτῳ. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη βοηθεῖ ἑρπετοδήκτοις, ταχέως ἀπόνους ποιοῦσα· μίσγεται δὲ καὶ εἰς τοὺς ἰσχιαδικοὺς κλυσμούς.
____________________
RV: λεοντοπέταλον· οἱ δὲ λεοντοπόδιον, οἱ δὲ λεύκη- θρον, οἱ δὲ λεόντιον, οἱ δὲ δωρίς, οἱ δὲ δωριπτερίς, οἱ δὲ λυχνὶς ἀγρία, οἱ δὲ θορύβηθρον, οἱ δὲ ῥαπιδήϊον, οἱ δὲ μήκων κερατῖτις, οἱ δὲ ἀνεμώνη, Ῥωμαῖοι κουβίλια μαρίνα, οἱ δὲ σῆμεν λεωνίνουμ, οἱ δὲ παπαβέρκλουμ, Ἄφροι σισσιμανσεσσαδέ.
____________________
Identifications proposées :
- Leontice leontopetalum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
Teukrion
3.97.1 <Τεύκριον>· πόα ῥαβδοειδής, παρεοικυῖα χαμαίδρυϊ, λεπτόφυλλος, ἔχουσα ἐρεβίνθῳ πέταλον ὅμοιον. φύεται δὲ πλείστη ἐν Κιλικίᾳ τῇ κατὰ τὴν Σελεντίδα καὶ Κητίδα καλουμένην. δύναμιν δὲ ἔχει χλωρὰ μετ' ὀξυκράτου ποθεῖσα ἢ ξηρὰ ἀποζεσθεῖσα καὶ πινομένη σπλῆνα τήκειν ἰσχυρῶς. καταπλάς- σεται δὲ μετὰ σύκου καὶ ὄξους ἐπὶ σπληνικῶν, ἐπὶ θηριοδή- κτων δὲ μετ' ὄξους μόνου δίχα τοῦ σύκου.
____________________
RV: Τεύκριον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο χαμαίδρυν καλοῦσιν, οἱ δὲ Τευκρίδα.
____________________
Identifications proposées :
- Teucrium flavum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
khamairôps
3.98.1.1 <χαμαίρωψ> ἢ χαμαίδρυς ἢ λινόδρυς· οἱ δὲ καὶ ταύτην Τεύκριον καλοῦσι διὰ τὸ σῴζειν ἐμφέρειαν ποσὴν πρὸς Τεύ- κριον· φύεται ἐν τραχέσι καὶ πετρώδεσι χωρίοις. ἔστι δὲ θα- μνίσκος σπιθαμιαῖος φύλλα ἔχων μικρά, τῷ σχήματι καὶ τῇ σχίσει δρυῒ ὅμοια, πικρά, ἄνθος ὑποπόρφυρον, μικρόν· συλλέ- γειν δὲ αὐτὴν δεῖ ἐγκύμονα τοῦ καρποῦ. δύναμιν δὲ ἔχει χλωρά τε <καὶ ξηρὰ> ἀφεψηθεῖσα σὺν ὕδατι καὶ ποτιζομένη βοηθεῖν σπάσμασι, βηχί, σπληνὶ ἐσκιρρωμένῳ,
3.98.2 δυσουροῦσιν, ὑδρωπικοῖς ἐν ἀρχαῖς· ἄγει καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα σπλῆνά <τε> τήκει σὺν ὄξει ποθεῖσα· πρὸς δὲ τὰ θηρία σὺν οἴνῳ πινομένη καὶ καταπλασσομένη ποιεῖ. λεία δὲ δύναται καὶ εἰς καταπότια ἀναπλάσσεσθαι πρὸς τὰ εἰρημένα, καθαίρει καὶ ἕλκη παλαιὰ σὺν μέλιτι· αἴρει δὲ ἀχλῦς τὰς ἐν ὀφθαλ- μοῖς σὺν ἐλαίῳ λεία ἐγχριομένη· καὶ ἀλειφομένη δέ ἐστι θερ- μαντική.
____________________
RV: χαμαίδρυς μικρὸς ἢ χαμαίρωψ· οἱ δὲ δρυὸς κέγχρος, οἱ δὲ Τεύκριον, Ῥωμαῖοι τριξάγω μίνορ, οἱ δὲ κυερκίαμ, Γάλλοι ἔρινον.
____________________
Identifications proposées :
- Teucrium chamaedrys et Teucrium lucidum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
leukas
3.99.1 <λευκάς>· ἡ ὀρεινὴ πλατυφυλλοτέρα τῆς ἡμέρου ἐστὶ καὶ <δριμυτέρα,> δριμύτερον καὶ πικρότερον ἔχουσα τὸν καρπὸν καὶ ἀστομώτερον· δραστικωτέρα μέντοι τυγχάνει τῆς ἡμέρου. ἐπιπλασσόμεναι δὲ καὶ πινόμεναι ἀμφότεραι ἁρμόζουσι μετ' οἴνου ἐπὶ τῶν ἰοβόλων καὶ μάλιστα τῶν θαλασσίων.
____________________
Identifications proposées :
- Lamium album (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
lukhnis stephanômatikê
3.100.1 <λυχνὶς> στεφανωματική· ἄνθος ἐστὶ παρόμοιον λευ- κοΐῳ, ἐμπόρφυρον, πλεκόμενον εἰς τὰ στεφάνια, ἧς τὸ σπέρμα βοηθεῖ ποθὲν σὺν οἴνῳ σκορπιοπλήκτοις.
____________________
RV: λυχνὶς στεφανωματική· οἱ δὲ ἀθάνατος, οἱ δὲ ἀκυλ- λώνιον, οἱ δὲ βάλλαρις, οἱ δὲ γερανοπόδιον, οἱ δὲ κορύμβιον, οἱ δὲ ταύρειον, οἱ δὲ σκῆπτρον, οἱ δὲ μαλλόϊον, Αἰγύπτιοι σεμεώρ, προ- φῆται αἷμα ἀποκαθημένης, Ῥωμαῖοι γενικουλάρις, οἱ δὲ βαλλάρια.
____________________
Identifications proposées :
- Lychnis coronaria (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Lychnis coronaire : c'est une fleur qui ressemble un peu au violier et tire sur le pourpre ; on l'utilise pour tresser de petites couronnes ; sa graine, absorbée avec du vin, est bonne pour les piqûres de scorpion. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
Le "lychnis coronaire" est identifié avec Lychnis coronaria (L.) Desr. (note Suzanne Amigues)
lukhnis agria
3.101.1 <λυχνὶς> ἀγρία· ὁμοία τῇ ἡμέρῳ κατὰ πάντα· τὸ δὲ σπέρμα αὐτῆς δραχμῶν δυεῖν πλῆθος ποθὲν ἄγει κατὰ κοιλίαν. φασὶ δὲ καὶ τοὺς σκορπίους ναρκώδεις καὶ ἀπράκτους γίνεσθαι παρατεθείσης αὐτοῖς τῆς πόας.
____________________
RV: λυχνὶς ἀγρία ὁμοία τῇ ἡμέρῳ· οἱ δὲ λαμπάς, οἱ δὲ τραγόνωτον, οἱ δὲ ἀτόκιον, οἱ δὲ ἱερακοπόδιον, Αἰγύπτιοι σεμουέρ, προφῆται ἀποκαθημένης ταῦρος, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστεμ, οἱ δὲ λαπτούκα φατουίνα, οἱ δὲ στέριλις.
____________________
Identifications proposées :
- Agrostemma githago (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Lychnis sauvage : en tous points semblable à l'espèce cultivée. Sa graine, absorbée en boisson à la dose de deux drachmes, purge par le bas. On dit aussi que les scorpions tombent dans la torpeur et deviennent inertes quand on place la plante auprès d'eux. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
Le "lychnis sauvage" est identifié avec la nielle (Agrostemma githago L.). (note Suzanne Amigues)
RV : lychnis sauvage semblable au cultivé : ou bien lampas, tragonôton, atokion, ierakopodion, chez les Egyptiens semouer, pour les prophètes apokathêmenês tauros, chez les Romains intubum agrestem, ou laptuca fatuina ou sterilis. (trad. MC)
krinon
3.102.1 <κρίνον>, οὗ τὸ ἄνθος στεφανωματικόν ἐστι, καλού- μενον ὑπ' ἐνίων λείριον, ἀφ' οὗ καὶ τὸ χρίσμα κατασκευάζεται, ὅ τινες λείρινον, οἱ δὲ σούσινον καλοῦσι, μαλακτικὸν ὂν νεύ- ρων καὶ ἰδίως τῶν περὶ μήτραν σκληριῶν. τῆς πόας τὰ φύλλα δύναμιν ἔχει καταπλασσόμενα ἑρπετο- δήκτοις βοηθεῖν· ποιεῖ καὶ πρὸς κατακαύματα ζεσθέντα, ταρι-
3.102.2 χευθέντα δὲ ἐν ὄξει τραυματικὰ γίνεται. ὁ δὲ χυλὸς αὐτῶν μιγεὶς ὄξει καὶ μέλιτι ἑψηθείς τε ἐν χαλκώματι ὑγρὸν γίνεται φάρμακον πρὸς παλαιὰ ἕλκη καὶ πρόσφατα τραύματα. ἡ δὲ ῥίζα ἑψηθεῖσα <λεία> σὺν ῥοδίνῳ πυρίκαυτα ἰᾶται καὶ ὑστέραν μαλάσσει καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἕλκη κατουλοῖ· σὺν μέλιτι δὲ λεαν- θεῖσα νεύρων διακοπὰς καὶ στρέμματα ἰᾶται καὶ ἀλφοὺς ἀπο- καθαίρει καὶ λέπρας καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας σμήχει, τό τε πρό-
3.102.3 σωπον καθαίρει καὶ ἀρρυτίδωτον ποιεῖ σμηχομένη· σὺν ὄξει δὲ λεία ἢ σὺν ὑοσκυάμου φύλλοις καὶ ἀλεύρῳ πυρίνῳ ὄρχεων φλεγ- μονὰς παραιτεῖται. τὸ δὲ σπέρμα ἑρπετῶν <δηγμάτων> πότημα ἀντιφάρμακον, ἐρυσιπελάτων τε κατάπλασμα σὺν οἴνῳ λεανθέντα τό τε σπέρμα καὶ τὰ φύλλα. φασὶ δέ τινες καὶ πορφυρᾶ ἄνθη κρί- νων γίνεσθαι· ἐνεργέστατα δὲ γεννᾶται ἐν τῇ Συρίᾳ καὶ ἐν Πι- σιδίᾳ τῆς Παμφυλίας πρὸς τὴν τοῦ χρίσματος κατασκευήν.
____________________
RV: κρίνον βασιλικόν· οἱ δὲ κρινάνθεμον, οἱ δὲ καλ- λείριον, οἱ δὲ λείριον, οἱ δὲ σούσινον, προφῆται αἷμα Ἄρεως, Ὀσθάνης αὔρα κροκοδείλου, Αἰγύπτιοι σομφαιφού, οἱ δὲ ὀμ- βρισεδώ, οἱ δὲ τίαλος, οἱ δὲ λαρσάορα, Ῥωμαῖοι λίλιουμ, οἱ δὲ ῥόσα Ἰουνώνις, οἱ δὲ λίλιουμ ἄλβουμ, Σύροι σασά, Ἄφροι ἀβοί- βλαβον.
____________________
Identifications proposées :
- Lilium candidum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
ballôtê
3.103.1 <βαλλωτή>· οἱ δὲ μελαμπράσιον καλοῦσι. καυλοὺς ἀνίησι τετραγώνους, μέλανας, ὑποδάσεις, ἐκ μιᾶς ῥίζης πλείο- νας· φύλλα δὲ πρασίῳ ὅμοια, μείζονα δὲ καὶ στρογγυλώτερα καὶ μέλανα καὶ δασέα ἐκ διαστημάτων τοῦ καυλοῦ, παραπλήσια μελισσοφύλλῳ, δυσώδη, ὅθεν καὶ τοῦτό τινες μελισσόφυλλον ἐκάλεσαν· καὶ τὰ ἄνθη δὲ περίκειται τοῖς καυλοῖς τροχοειδῶς. ταύτης τὰ φύλλα καταπλασσόμενα μεθ' ἁλῶν ποιεῖ πρὸς τὰ κυνόδηκτα· μαρανθέντα δὲ ἐν θερμοσποδιᾷ κονδυλώματα στέλλει, ῥυπαρά τε ἕλκη σὺν μέλιτι ἀνακαθαίρει.
____________________
RV: βαλλωτὴ ἢ μελαμπράσιον· οἱ δὲ μέλαν πράσιον καλοῦσιν, οἱ δὲ πράσιον ἕτερον, οἱ δὲ νοθεία, οἱ δὲ νοτια- νοσκέλλιν, οἱ δὲ νοθόπρασον, οἱ δὲ νωθράς, οἱ δὲ νωχε- λίς, οἱ δὲ νωκελίς, οἱ δὲ νωφρύς, οἱ δὲ νωθουρίς, οἱ δὲ γνο- τέρα, Ῥωμαῖοι ἀπιάστρουμ, οἱ δὲ μελλίταμ, οἱ δὲ οὐλκεράρια, οἱ δὲ μαρρούβιουμ κανθηρίνουμ, Αἰγύπτιοι ἀσφός, οἱ δὲ ἐσκί, προφῆται αἷμα Ἰασίωνος.
____________________
Identifications proposées :
- Ballota nigra (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La ballote, appelée aussi "marrube noir" (melamprasion), produit des tiges quadrangulaires, foncées, un peu poilues, en assez grand nombre à partir d'une racine unique. Elle a des feuilles semblables à celles du marrube, mais plus grandes et plus rondes, foncées et poilues, espacées sur la tige, assez voisines de celles de la mélisse, <quoique> malodorantes, d'où vient que cette espèce a été parfois, elle aussi, appelée "mélisse" ; les fleurs sont disposées en verticilles autour des tiges. (trad. Suzanne Amigues)
La ballote ou "marrube noir" est Ballota nigra L. (note Suzanne Amigues)
melissophullon
3.104.1 <μελισσόφυλλον>, ὃ ἔνιοι μελίτταιναν καλοῦσι διὰ τὸ ἥδεσθαι τῇ πόᾳ τὰς μελίσσας. ἔοικε ταύτης τὰ φύλλα καὶ τὰ καυλία τῇ προειρημένῃ βαλλωτῇ, μείζονα δὲ ταῦτα καὶ λεπτό- τερα, οὐχ οὕτω δασέα, ὄζοντα δὲ κιτρομήλων. ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα ποτιζόμενα σὺν οἴνῳ καὶ καταπλασσό- μενα πρός τε σκορπιοπλήκτους καὶ φαλαγγιοδήκτους καὶ κυνο-
3.104.2 δήκτους· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν καταντλούμενον πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, εἴς τε τὰ ἐγκαθίσματα πρὸς ἐμμήνων ἀγωγὴν εὐθετεῖ, ὀδονταλγίας τε διάκλυσμα, ἔγκλυσμά τε δυσεντερίας· βοηθεῖ καὶ τοῖς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένοις μετὰ νίτρου τὰ φύλλα πινόμενα καὶ στροφουμένοις, καὶ ἔκλειγμα ὀρθοπνοϊκοῖς. καταπλασσόμενα δὲ σὺν ἁλσὶ διαφορεῖ χοιράδας καὶ ἕλκη ἀνακαθαίρει, τά τε ἐπὶ τῶν ἀρθριτικῶν ἀλγήματα παραιτεῖται καταπλασθέντα.
____________________
RV: μελισσόφυλλον· οἱ δὲ μελίτταιον, οἱ δὲ μελίτται- ναν, οἱ δὲ μελίφυλλον, οἱ δὲ ἐρυθρά, οἱ δὲ ἡδὺ μέλι, Ῥωμαῖοι ἀπιάστρουμ, οἱ δὲ κιτράγω, Γάλλοι μεριοιτοιμόριον.
____________________
Identifications proposées :
- Melissa officinalis, Melissa altissima (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
prasion
3.105.1 <πράσιον>, οἱ δὲ φιλοφαρές· θάμνος ἐστὶν ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολύκλαδος, ὑπόδασυς, λευκός, τετράγωνος τοῖς ῥαβδίοις· φύλλον δὲ τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ ἴσον, ὑποστρόγγυλον, δασύ, ἔρρυσον, πικρὸν τῇ γεύσει· ἐκ διαστημάτων δὲ ἐπὶ τῶν καυλῶν τὸ σπέρμα καὶ τὰ ἄνθη, οἱονεὶ σφόνδυλοι, τραχέα· φύεται περὶ τὰ οἰκόπεδα καὶ ἐρείπια. τούτου τὰ φύλλα ξηρὰ σὺν τῷ σπέρματι ἀφεψόμενα ἐν ὕδατι ἢ χυλιζόμενα χλωρὰ δίδοται μετὰ μέλιτος φθισικοῖς, ἀσθ- ματικοῖς, βήσσουσιν· ἀνάγει καὶ πάχος ἐκ θώρακος ἴριδος ξηρᾶς
3.105.2 μιγείσης· δίδοται καὶ ταῖς μὴ καθαιρομέναις γυναιξὶ πρὸς ἀγωγὴν ἐμμήνων καὶ δευτέρων καὶ δυστοκούσαις καὶ θηριοδή- κτοις καὶ τοῖς θανάσιμον πεπωκόσι· κύστει μέντοι καὶ νεφροῖς ἄθετον. τὰ δὲ φύλλα καταπλασσόμενα σὺν μέλιτι ῥυπαρὰ ἕλκη ἀνακαθαίρει, πτερύγιά τε καὶ νομὰς ἀφίστησι καὶ ὀδύνην πλευρῶν παραιτεῖται· καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ δὲ κατασκευαζόμενον χύλισμα ἐκθλιβομένων τῶν φύλλων καὶ συστρεφομένων ἐν ἡλίῳ πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ. ἔστι δὲ ὀξυδερκὲς σὺν μέλιτι ἐγχριό- μενον καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει διὰ τῶν ῥινῶν, ὠταλγίαις τε ἁρμόζει ἐγχυματιζόμενον καθ' ἑαυτὸ καὶ μετὰ ῥοδίνου.
____________________
RV: πράσιον· οἱ δὲ εὐπατόριον, οἱ δὲ φιλόπαις, οἱ δὲ φιλοφαρές, οἱ δὲ προπέδιλον, οἱ δὲ καμηλοπόδιον, οἱ δὲ φυλλο- φερές, Αἰγύπτιοι ἀστερίσπα, προφῆται αἷμα ταύρου, οἱ δὲ ἄφε- δρος, οἱ δὲ γόνος Ὥρου, Ῥωμαῖοι μαρρούβιουμ, οἱ δὲ λαβεώνια, Ἄφροι ἀτιερβέρζοια.
____________________
Identifications proposées :
- Marrubium vulgare, Marrubium creticum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le marrube, prasion ou encore philophares, constitue à partir d'une racine unique une touffe très rameuse, un peu poilue, blanche, avec de petites pousses quadrangulaires ; la feuille est de la taille du pouce, un peu ronde, poilue, creusée de rides, amère au goût ; sur les tiges sont espacées la graine et les inflorescences rudes qui forment comme des pesons de fuseau. Le marrube pousse aux abords des maisons et dans les ruines. (trad. Suzanne Amigues)
Le prasion de Dioscoride est Marrubium vulgare L. (note Suzanne Amigues)
stakhus
3.106.1 <στάχυς>· θάμνος ἐμφερὴς πρασίῳ, ὑπομηκέστερα δὲ καὶ πλεῖστα φυλλάρια ἔχων ὑποδάσεα, σκληρά, εὐώδη, λευκά· ῥαβδία δὲ πλείονα ἀπὸ τῆς αὐτῆς ῥίζης, λευκότερα τῶν τοῦ πρασίου· φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, δριμεῖαν, ὅθεν τὸ ἀπόζεμα τῶν φύλλων ἔμμηνα καὶ δεύτερα ἄγει πινόμενον.
____________________
RV: στάχυς· οἱ δὲ σταχυῖτις, οἱ δὲ τριπόλιον, Ῥωμαῖοι τριφάριουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Stachys sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Le stachys est une plante en touffe qui fait penser au marrube, quoique plus allongée, et qui possède de très nombreuses petites feuilles un peu velues, dures, odorantes et blanches, de nombreuses pousses issues de la même racine, plus blanches que celles du marrube ; il croît dans les endroits montagneux et rocailleux. (trad. Suzanne Amigues)
La flore grecque comprend de nombreuses espèces de Stachys. Peut-être faut-il penser à Stachys cretica L., très commun dans les collines caillouteuses, mais il est possible que la dénomination antique corresponde à plusieurs espèces actuelles. (note Suzanne Amigues)
phullitis
3.107.1 <φυλλῖτις>· φύλλα ἀνίησιν ὅμοια λαπάθῳ, ἐπιμηκέ- στερα δὲ καὶ εὐθαλέστερα, ἓξ ἢ ἑπτά, ὀρθά, λεῖα ἐκ τῶν ἐντός, ἐκ δὲ τῶν ὄπισθεν καθάπερ σκώληκας ἔχοντα λεπτούς, ἐπηρ- τημένους· φύεται ἐν παλισκίοις καὶ παραδείσοις, γευσαμένῳ στρυφνή· οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καυλὸν οὔτε καρπὸν φέρει. ταύτης τὰ φύλλα μετ' οἴνου πινόμενα πρὸς ἑρπετοδήκτους ποιεῖ. ἐπὶ τετραπόδων δὲ διὰ στόματος ἐγχυματισθεῖσα βοηθεῖ· πίνεται καὶ πρὸς δυσεντερίαν καὶ διάρροιαν.
____________________
RV: φυλλῖτις· οἱ δὲ φυλλίς, οἱ δὲ ἄκαυλον, οἱ δὲ λά- παθον ἄγριον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Scolopendrium officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
phalangion
3.108.1 <φαλάγγιον>· οἱ δὲ φαλαγγῖτιν, οἱ δὲ καὶ ταύτην λευ- κάκανθον καλοῦσι. κλῶνές εἰσι δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείονες, διέχον- τες ἀπ' ἀλλήλων, ἄνθη λευκά, παραπλήσια κρίνῳ, ἐντομὰς πολλὰς ἔχοντα· σπέρμα δὲ πλατύ, μέλαν, ὥσπερ φακοῦ ἥμισυ, ἰσχνότερον μέντοι πολλῷ, ῥιζίον μικρόν, λεπτόν, χλωρὸν ἅμα τῷ ἑλκυσθῆναι ἐκ τῆς γῆς· ὕστερον γὰρ συνέλκεται· φύεται ἐν γεωλόφοις. ταύτης τὰ φύλλα καὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ἄνθος πινόμενα μετ' οἴνου βοηθεῖ σκορπιοπλήκτοις καὶ φαλαγγιοδήκτοις· λύει δὲ καὶ στρόφους.
____________________
RV: φαλάγγιον· οἱ δὲ φαλαγγῖτιν, οἱ δὲ καὶ ταύτην λευκάκανθαν καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Lloydia graeca (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- Phalangium ramosum (Salamanque) (synonyme de Melasphaerula ramosa ?)
____________________
Traduction de Berendes
Das Phalangion[1] - Einige nennen es Phalangition, Andere dasselbe auch Leukakantha[2] - bildet zwei bis drei oder mehrere von einander abstellende Schößlinge. Die Blüte ist weiß, der Lilie ähnlich, mit vielen Einschnitten. Der Same ist dick, schwarz, von der Gestalt einer halben Linse, aber viel feiner. Das Würzelchen ist klein, zart, beim Herausziehen aus der Erde grün, denn nachher zieht es sich zusammen. Es wächst an Hügeln. Seine Blätter, Samen und Blüten mit Wein getrunken, helfen gegen Skorpion- und Spinnenstiche. Es beruhigt auch Leibschneiden.
____________________
Commentaire de Berendes
Bei Dodonäus its es Anthericus ramosus L. [sic : Anthericum ramosum]
Sibthorp zieht Anthericus graecus L. mit Zwiebel und einfachen Schaft hierher. Fraas findet am meisten passend Lloydia graeca Salisb. (Liliaceae), welche durch ganz Griechenland auf Hügeln und Vorbergen sich findet.
Theophrast (Hist. pl. VII 13, 2-4) handelt über Anthericus, aber seine Beschreibung passt nicht auf die Pflanze des D. Der Stengel ist sehr gross und zart und theilt sich oben in kleinen Aestchen. Er beerbergt ein Wurm, der sich in ein waldbienenartiges Insekt verwandelt und zur Blüthezeit des Anthericus ein Flugloch frisst und ausfliegt.
triphullon
3.109.1 <τρίφυλλον>· οἱ δὲ μινυανθές, οἱ δὲ ἀσφάλτιον, οἱ δὲ κνήκιον, οἱ δὲ ὀξύφυλλον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ πήχεως ἢ μεί- ζων, ῥάβδους ἔχων λεπτάς, μελαίνας, σχοινώδεις, παραφυάδας <πολλὰς> ἐχούσας, ἐφ' ὧν φύλλα ὅμοια λωτῷ τῷ δένδρῳ, τρία καθ' ἑκάστην βλάστησιν· ὀσμὴ δὲ αὐτῶν ἄρτι μὲν φυομένων πηγάνου, αὐξηθέντων δὲ ἀσφάλτου· ἄνθος δὲ ἀνίησι πορφυροῦν, σπέρμα δὲ ὑπόπλατυ, ὑπόδασυ, ἐκ τοῦ ἑτέρου πέρατος ὥσπερ κεραίαν ἔχον· ῥίζα λεπτή, μακρά, στερεά.
3.109.2 βοηθεῖ δὲ τὸ σπέρμα καὶ τὰ φύλλα πινόμενα ἐν ὕδατι πλευριτικοῖς, δυσουροῦσιν, ἐπιλημπτικοῖς, ἀρχομένοις ὑδρωπιᾶν, ὑστερικαῖς· ἄγει δὲ καὶ καταμήνια. δεῖ δὲ διδόναι τοῦ μὲν σπέρματος δραχμὰς τρεῖς, τῶν δὲ φύλλων δραχμὰς τέσσαρας· ἀρήγει δὲ καὶ θηριοδήκτοις σὺν ὀξυμέλιτι τὰ φύλλα πινόμενα. ἱστόρησαν δέ τινες ὅτι ὅλου τοῦ θάμνου καὶ τῆς ῥίζης τὸ ἀφέ- ψημα καὶ τῶν φύλλων καταντλούμενον ἐπὶ τῶν ἑρπετοδήκτων παραιτεῖται τοὺς πόνους. ἐὰν δὲ θεραπευθείς τις τῷ ὕδατι [ἐὰν] ἕτερον ἕλκος ἔχων καταντληθῇ, τὰ αὐτὰ πάσχει τοῖς δη- χθεῖσι. ποτίζουσι δέ τινες ἐπὶ μὲν τριταίου τρία φύλλα ἢ τρία σπερμάτια ἐν οἴνῳ, ἐπὶ δὲ τεταρταίου τέσσαρα, ὡς λύοντα τὰς περιόδους· μείγνυται δὲ αὐτῆς ἡ ῥίζα καὶ ἀντιδότοις.
____________________
RV: τρίφυλλον ἢ ὀξύφυλλον· οἱ δὲ μινυανθές, οἱ δὲ ἀσφάλτιον, οἱ δὲ κνήκιον, Ῥωμαῖοι τριφόλιουμ ἀκούτουμ, οἱ δὲ τριφόλιουμ ὀδοράτουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Psoralea bituminosa (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
polion
3.110.1 <πόλιον>· τὸ μέν ἐστιν ὀρεινόν, ὃ καὶ τεύθριον καλεῖ- ται, οὗ καὶ ἡ χρῆσις. θαμνίον δέ ἐστι λευκόν, λεπτόφυλλον, σπιθαμιαῖον, καρποῦ πλῆρες, ἔχον κεφάλιον ἐπ' ἄκρου κορυμ- βοειδές, μικρόν, ὡς πολιὰν τρίχα, βαρύοσμον μετὰ ποσῆς εὐω- δίας. τὸ δὲ ἕτερον θαμνωδέστερον, οὐχ οὕτως εὔτονον τῇ ὀσμῇ καὶ ἀδρανέστερον κατὰ δύναμιν. δύναται δὲ αὐτῶν τὸ ἀπόζεμα πινόμενον ἀρήγειν θηριο- δήκτοις, ὑδρωπικοῖς, ἰκτεριώδεσι, σπληνικοῖς δὲ σὺν ὄξει. ἔστι δὲ κεφαλαλγὲς καὶ κακοστόμαχον· ἄγει δὲ καὶ κοιλίαν καὶ ἔμ- μηνα. ὑποστρωννύμενον δὲ καὶ θυμιώμενον θηρία διώκει, κατα- πλασσόμενον δὲ τραύματα κολλᾷ.
____________________
RV: πόλιον τὸ ὀρεινόν· οἱ δὲ τεύθριον, οἱ δὲ φευξα- σπίδιον, οἱ δὲ ἀχαιμενίς, οἱ δὲ ἐβενῖτις, οἱ δὲ μελίοσμον, οἱ δὲ βόλιον, οἱ δὲ λεοντοχάρων.
____________________
Identifications proposées :
- Teucrium polium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La germandrée (polion) : il y en a une espèce de montagne, qu'on appelle teuthrion et qui est utilisée. C'est une petite plante en touffes, blanche, à feuilles menues, haute d'un empan, pleine de fruits, qui présente à l'extrémité <de ses rameaux> un capitule en corymbe, petit, telle une chevelure grise, d'odeur forte, agréable dans une certaine mesure. L'autre espèce est plus buissonnante, d'odeur moins prononcée et douée de propriétés moins énergiques. (trad. Suzanne Amigues)
- 1ère espèce : Teucrium polium L.
- 2ème espèce : On a proposé Teucrium creticum L., originaire de la Méditerranée orientale, mais non dans sa partie européenne. (Note Suzanne Amigues)
skordion
3.111.1 <σκόρδιον>· φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις καὶ ἑλώδεσι, φύλλα ἔχον ἐοικότα χαμαίδρυϊ, μείζονα δὲ καὶ οὐχ οὕτως ἐν- τετμημένα τὴν περιφέρειαν, ποσῶς τῇ ὀσμῇ σκορδίζοντα, στυ- πτικὰ δὲ καὶ ἔμπικρα κατὰ τὴν γεῦσιν· καυλία δὲ τετράγωνα, ἐφ' ὧν ἄνθος ὑπέρυθρον. δύναμιν δὲ ἔχει ἡ πόα θερμαντικήν, διουρητικὴν ποτιζο- μένη χλωρὰ λεία· καὶ ξηρὰ δὲ ἀφεψομένη σὺν οἴνῳ πρὸς ἑρπε- τῶν δήγματα καὶ θανάσιμα, πρός τε δηγμοὺς στομάχου καὶ δυ- σεντερίαν καὶ δυσουρίαν δραχμῶν δυεῖν ὁλκὴ σὺν ὑδρομέλιτι·
3.111.2 καθαίρει καὶ πάχος πυῶδες ἐκ θώρακος, ποιεῖ καὶ πρὸς πα- λαιὰν βῆχα καὶ ῥήγματα καὶ σπάσματα σὺν καρδάμῳ καὶ μέ- λιτι καὶ ῥητίνῃ ξηρᾷ μιγεῖσα ἐν ἐκλεικτῷ, καὶ ὑποχόνδριον χρο- νίως φλεγμαῖνον ἀναλημφθεῖσα κηρωτῇ παρηγορεῖ. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ποδάγραν μετ' ὄξους δριμέος περιχριομένη ἢ μεθ' ὕδα- τος καταπλασσομένη· προστεθεῖσα δὲ ἔμμηνα κινεῖ· καὶ τραύ- ματα κολλᾷ <καὶ> ἕλκη παλαιὰ ἀνακαθαίρει καὶ ἀπουλοῖ σὺν μέλιτι· ξηρὰ δὲ ὑπερσαρκώματα στέλλει. πίνεται δὲ καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς χύλισμα πρὸς τὰ εἰρημένα πάθη· ἐνεργέστατον δέ ἐστι τὸ Ποντικὸν καὶ τὸ Κρητικόν.
____________________
RV: σκόρδιον· οἱ δὲ σκόρβιον, οἱ δὲ πλευρῖτις, οἱ δὲ δύσοσμον, οἱ δὲ καλαμίνθη ἀγρία, οἱ δὲ Μιθριδάτιος, οἱ δὲ χαμαίδρυς, προφῆται αἷμα Ἀπόλλωνος, Αἰγύπτιοι ἀφόν, Ῥω- μαῖοι τριξάγω παλούστρις.
____________________
Identifications proposées :
- Teucrium scordium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
bêkhion
3.112.1 <βήχιον>· οἱ δὲ πίθιον, οἱ δὲ πήχιον, οἱ δὲ πετρώνιον καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὅμοια κισσῷ, μείζονα δέ, ἓξ ἢ ἑπτὰ ἀπὸ τῆς <αὐτῆς> ῥίζης, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ κάτω ἔκλευκα, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, γωνίας πλείους ἔχοντα, καυλὸν σπιθα- μιαῖον, ἄνθος ὠχρὸν κατὰ τὸ ἔαρ· ὀξέως δ' ἀποβάλλει τό τε ἄνθος καὶ τὸ καυλίον, ὅθεν τινὲς ὑπέλαβον ἄκαυλον καὶ ἀνανθῆ ὑπάρχειν τὴν πόαν· ῥίζα λεπτή, ἄχρηστος· φύεται περὶ λιβά- δας καὶ ἐνύδρους τόπους.
3.112.2 ταύτης τὰ φύλλα λεῖα σὺν μέλιτι καταπλασσόμενα ἐρυσι- πέλατα καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν ἰᾶται· ὑποθυμιώμενα δὲ ξηρὰ εἰς ὑποκαπνισμὸν τοὺς ὑπὸ ξηρᾶς βηχὸς καὶ ὀρθοπνοίας ἐνο- χλουμένους θεραπεύει, ὅταν χανόντες τὸν καπνὸν δέξωνται τῷ στόματι καὶ καταπίωσι· ῥήσσει δὲ καὶ τὰ ἐν θώρακι ἀποστή- ματα. τὸ δ' αὐτὸ ποιεῖ καὶ ἡ ῥίζα ὑποθυμιωμένη καὶ ἔμ- βρυον τεθνηκὸς ἐκβάλλει ἐν ὑδρομέλιτι ἑφθὴ πινομένη.
____________________
RV: βήχιον ἢ βήκιον· οἱ δὲ πήχιον, οἱ δὲ πετρίνη, οἱ δὲ πετρώνιον, οἱ δὲ πίθιον, οἱ δὲ παγγόνατον, οἱ δὲ χαμαιλεύ- κην, οἱ δὲ πρόχετον, οἱ δὲ ἀκρόφυλλον, οἱ δὲ χαμαίγειρον, Αἰ- γύπτιοι σααρθρά, Ῥωμαῖοι τουσσιλάγω, οἱ δὲ φαρφάριαμ, οἱ δὲ πουστουλάγω, Βέσσοι ἀσᾶ.
____________________
Identifications proposées :
- Tussilago farfara (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
artemisia
3.113.1 <ἀρτεμισία>· φύεται μὲν ὡς τὸ πολὺ ἐν παραθαλας- σίοις τόποις. πόα θαμνοειδής, παρόμοιος ἀψινθίῳ, μείζω δὲ καὶ λιπαρώτερα <τὰ> φύλλα ἔχουσα. καὶ ἡ μέν τίς ἐστιν αὐτῆς εὐερνής, πλατύτερα ἔχουσα τὰ φύλλα καὶ τὰς ῥάβδους, ἡ δὲ λεπτοτέρα, ἄνθη μικρά, λεπτά, λευκά, βαρύοσμα· θέρους δὲ ἀνθεῖ. ἔνιοι δὲ τὸ ἐν μεσογείοις λεπτοκαρφότερον βοτάνιον, ἁπλοῦν τῷ καυλῷ, σφόδρα μικρόν, ἄνθους περίπλεον τὴν χρόαν κιρροειδοῦς λεπτοῦ, καλοῦσιν ἀρτεμισίαν· ἔστι δὲ εὐωδεστέρα τῆς πρὸ αὐτῆς.
3.113.2 ἀμφότεραι δὲ θερμαίνουσι καὶ λεπτύνουσιν· ἀποζεννύμεναι δὲ ἁρμόζουσιν εἰς ἐγκαθίσματα πρὸς ἀγωγὴν ἐμμήνων καὶ δευ- τέρων καὶ ἐμβρύων καὶ μύσιν καὶ φλεγμονὴν τῆς ὑστέρας καὶ θρύψιν λίθων καὶ ἐποχὴν οὔρων. ἡ δὲ πόα καταπλασθεῖσα κατὰ τοῦ ἤτρου πολλὴ ἔμμηνα κινεῖ. ὁ δὲ ἐξ αὐτῆς χυλὸς συλ- λεανθεὶς σμύρνῃ καὶ προστεθεὶς ἄγει <τὰ> ἀπὸ μήτρας, ὅσα καὶ τὸ ἐγκάθισμα· καὶ ποτίζεται δὲ ἡ κόμη πρὸς ἀγωγὴν τῶν αὐτῶν πλῆθος δραχμῶν τριῶν.
____________________
RV: ἀρτεμισία μονόκλωνος· οἱ δὲ τοξιτησία, οἱ δὲ Ἐφεσία, οἱ δὲ παρθενικόν, οἱ δὲ ὑπόλυσσον, οἱ δὲ ἀνακτόριος, οἱ δὲ σῴζουσα, οἱ δὲ λοχεία, οἱ δὲ λεύκοφρυς, προφῆται αἷμα ἀνθρώπου, Ῥωμαῖοι οὐαλέντια, οἱ δὲ σερπούλλουμ, οἱ δὲ ἕρβα ῥήγια, Γάλλοι πονέμ, Δάκοι ζουούστηρ.
ἀρτεμισία ἑτέρα πολύκλωνος· οἱ δὲ χρυσάνθεμον, Ῥωμαῖοι ῥάνιουμ, οἱ δὲ ἕρβα Διανάρια, οἱ δὲ ἀρτεμίσιαμ.
____________________
Identifications proposées :
- Artemisia campestris, Artemisia arborescens (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'armoise (artemisia) pousse généralement au bord de la mer. C'est une herbe buissonnante, qui ressemble un peu à l'absinthe, mais avec des feuilles plus grandes et plus grasses. Il en existe une espèce vigoureuse à feuilles et rameaux plus larges, tandis que l'autre est plus mince, avec des fleurs petites, menues, blanches, d'odeur forte ; elle fleurit en été. Certains appellent armoise la petite plante à rameaux plus grêles qui pousse à l'intérieur des terres, avec une tige simple, très petite, toute garnie de fleurs couleur de cire, menues ; celle-ci a une odeur plus agréable que la précédente. (trad. Suzanne Amigues)
ambrosia
3.114.1 <ἀμβροσία>, ἣν ἔνιοι βότρυν, οἱ δὲ ἀρτεμισίαν καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶ πολύκλαδος, ὡς τρισπίθαμος τὸ ὕψος, φύλλα ἔχων περὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ καυλοῦ μικρὰ ὡς πηγάνου, τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων ἐοικότων βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσι, τῇ ὀσμῇ οἰνώδης. ἡ δὲ ῥίζα λεπτή, δισπίθαμος. καταπλέκεται δὲ ἐν Καππαδοκίᾳ τοῖς στεφάνοις. δύναμιν δὲ ἔχει στύφουσαν σταλτικήν <τε> τῶν ἐπιφερομέ- νων καὶ ἀποκρουστικὴν καταπλασσομένη.
____________________
RV: ἀμβροσία· οἱ δὲ βότρυς, οἱ δὲ [βότρυς] ἀρτεμισία, Ῥωμαῖοι κούπρουμ σιλβάτικουμ, οἱ δὲ ἄπιουμ ῥούστικουμ, Αἰ- γύπτιοι μερσεώ.
____________________
Identifications proposées :
- Artemisia maritima (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'"ambroisie" (ambrosia) que certains appellent "grappe de raisin" (botrus), d'autres "armoise" (artemisia) est un petit buisson très rameux, d'environ trois empans (= 67 cm) de haut, qui a autour du jet de la tige des feuilles petites comme celles de la rue et les rameaux garnis de petites graines semblables à de petites grappes de raisin avant la floraison, et dont l'odeur rappelle celle du vin. La racine est fine, longue de deux empans (= 44 cm). En Cappadoce, on la tresse en couronnes. (trad. Suzanne Amigues)
botrus
3.115.1 <βότρυς>· πόα ἐστὶν ὅλη μηλίνη, θαμνοειδής, διακεχυ- μένη, πολλὰς ἔχουσα μασχάλας· τὸ δὲ σπέρμα ὅλοις τοῖς κλω- νίοις περιπέφυκε, φύλλα κιχορίῳ ἐμφερῆ καὶ τὸ σύμπαν εὐῶ- δες ἱκανῶς· διὸ καὶ ἱματίοις συντίθεται. φύεται δὲ μάλιστα περὶ χαράδρας καὶ χειμάρρους. δύναμιν δὲ ἔχει σὺν οἴνῳ πινομένη ὀρθοπνοίας παρηγορη- τικήν· καὶ τοῦτο δὲ Καππάδοκες ἀμβροσίαν καλοῦσι, τινὲς δὲ ἀρτεμισίαν.
____________________
Identifications proposées :
- Chenopodium botrys (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La "grappe de raisin" (botrus) est une herbe tout entière jaune vif, buissonnante, étalée en tous sens et pourvue de nombreuses pousses axillaires ; la graine se trouve tout autour des rameaux, les feuilles font penser à celles de la chicorée et la plante entière est assez parfumée ; c'est pourquoi on la met avec les vêtements. Elle pousse surtout dans les ravins et au bord des torrents. En boisson avec du vin, c'est un sédatif de l'asthme. Cette espèce aussi est appelée par les Cappadociens "ambroisie", et par certaines personnes "armoise". (trad. Suzanne Amigues)
geranion
3.116.1 <γεράνιον>· τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον ἀνεμώνῃ, ἐσχισμένον, μακρότερον <δέ·> ῥίζαν δὲ ἔχει στρογγύλην, γλυκεῖαν, ἐσθιομένην, ἥτις ποθεῖσα σὺν οἴνῳ ὅσον δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ὑστέρας ἐμπνευματώσεις λύει. καλεῖται δὲ ὑπ' ἐνίων καὶ ἕτερον γεράνιον, ἔχον καυλία λεπτά, χνοώδη, δισπίθαμα, φύλλα μολόχῃ ἐμφερῆ καὶ ἐπ' ἄκρων τῶν μασχαλῶν ἐξοχάς τινας ἀνανενευκυΐας, ὡς γεράνων κεφαλὰς σὺν τοῖς ῥάμφεσιν ἢ κυνῶν ὀδόντας. χρῆσις δ' αὐτοῦ ἐν ἰατρικῇ οὐδεμία.
____________________
RV: γεράνιον· οἱ δὲ ὀξύφυλλον, οἱ δὲ μέρτρυξ, οἱ δὲ μυρρίς, οἱ δὲ καρδάμωμον, οἱ δὲ ὀρίγανον, προφῆται ἱεροβρύγκας, Ῥωμαῖοι πουλμώνια, οἱ δὲ κικουτάρια, οἱ δὲ γρουίνα, Ἄφροι ἰέσκ.
γεράνιον ἕτερον· οἱ δὲ πελαργῖτις, οἱ δὲ τρίκα, οἱ δὲ γερα- νογέρων, Ῥωμαῖοι ἐχινάστρουμ, Ἄφροι ἰέσκ.
____________________
Identifications proposées :
- Geranium tuberosum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
gnaphallion
3.117.1 <γναφαλλίου>, οὗ τοῖς φύλλοις ἀντὶ γναφάλλου χρῶνται, λευκοῖς οὖσι καὶ μαλακοῖς, ποιεῖ σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ ποτιζό- μενα τὰ φύλλα πρὸς δυσεντερίαν.
____________________
RV: γναφάλλιον· οἱ δὲ εἶρος, οἱ δὲ ἀμπέχογκος, οἱ δὲ ἀνάξυστον, οἱ δὲ γναφαλλίς, Αἰγύπτιοι σεμεών, Γάλλοι γελα- σῶνεμ, Ῥωμαῖοι κεντούκλουμ, ὁμοίως κεντουκουλάρις, οἱ δὲ ἀλβίνους.
____________________
Identifications proposées :
- Gnaphalium sp. et Filago sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
De la cotonnière, dont les feuilles sont utilisées en guise de bourre, parce qu'elles sont blanches et souples, les feuilles, administrées en boisson avec du vin sec, sont efficaces pour les troubles intestinaux. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
Ces indications très sommaires ne permettent pas de savoir s'il s'agit d’Otanthus maritimus (L.) Hoffmanns. & Link ou de telle ou telle espèce des genres Gnaphalium L. et Filago L. (note Suzanne Amigues)
tuphê
3.118.1 <τύφη>· φύλλον ἀνίησι κυπερίδι ὅμοιον, καυλὸν δὲ λεῖον, ὁμαλόν, ἐπ' ἄκρῳ περικείμενον ἄνθος πυκνόν, ἐκπαππούμενον, ὃ καλοῦσιν ἔνιοι ἀνθήλην. ταύτης τὸ ἄνθος ἀναλημφθὲν στέατι παλαιῷ ὑείῳ πεπλυ- μένῳ κατακαύματα θεραπεύει. φύεται δὲ ἐν ἕλεσι καὶ ὑδρο- στασίμοις τόποις.
____________________
RV: τύφη· οἱ δὲ τύφι καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Typha sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kirkaia
3.119.1 <κιρκαία>· οἱ δὲ διρκαίαν καλοῦσι. τὰ μὲν φύλλα ἔχει στρύχνῳ κηπαίῳ ὅμοια, παραφυάδας δὲ πολλάς, ἄνθη μέλανα, μικρά, πολλά, καρπὸν κεγχροειδῆ ἔν τισιν οἱονεὶ κερατίοις, ῥίζας σπιθαμιαίας τρεῖς ἢ τέσσαρας λευκάς, εὐώδεις, θερμαν- τικάς· μάλιστα ἐν πετρώδεσι φύεται τόποις καὶ [εὐπνοίοις] εὐηλίοις. ταύτης ἡ ῥίζα, ὅσον μνᾶς τέταρτον θλασθεῖσα καὶ βρα- χεῖσα ἡμέραν καὶ νύκτα, ἐν οἴνου γλυκέος κοτύλαις ἓξ ποθεῖσα ἡμέρας τρεῖς ὑστέραν ἀποκαθαίρει· ὁ δὲ καρπὸς γάλα κατασπᾷ ἐν ῥοφήματι λαμβανόμενος.
____________________
Identifications proposées :
- Vincetoxicum nigrum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'"herbe de Circé" (kirkaia, appelée aussi dirkaia) a les feuilles semblables à celles de la morelle des jardins, des pousses latérales nombreuses, des fleurs noires, petites, nombreuses, un fruit qui a l'aspect d'un grain de mil dans des sortes de petites cornes, si l'on peut dire, des racines d'un empan, au nombre de trois ou quatre , blanches, d'odeur agréable, échauffantes ; elle pousse sur tout dans les lieux rocailleux et bien ensoleillés. (trad. Suzanne Amigues)
= Vincetoxicum nigrum Moench (détermination adoptée dans le Greek-English Lexicon de Liddell-Scott-Jones ; P. Chantraine, Dictionnaire étymologique de la langue grecque ; J, André, Les noms de plantes dans la Rome antique). Il est évident que le nom de la plante a été mis en rapport avec celui de la magicienne Circé. Le dompte-venin, toxique et réputé (à tort, semble-t-il) comme antidote, se prêtait bien à des pratiques magiques. Ses fleurs noires donnent d'ailleurs à la plante un aspect insolite et un peu inquiétant. (note Suzanne Amigues)
oinanthê
3.120.1 <οἰνάνθη>· τὰ μὲν φύλλα ἔχει ὥσπερ σταφυλῖνος, ἄνθη δὲ λευκά, καυλὸν παχύν, σπιθαμιαῖον· καρπὸν δὲ ὥσπερ ἀνδρα- φάξυος, ῥίζαν μεγάλην, κεφαλὰς ἔχουσαν πλείονας, στρογγύλας· φύεται ἐν πέτραις. ταύτης ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα ποτίζεται πρὸς δευτέρων ἐκβολὴν σὺν οἰνομέλιτι, ἡ δὲ ῥίζα πρὸς στραγ- γουρίας σὺν οἴνῳ.
____________________
RV: οἰνάνθη· οἱ δὲ κέρας, οἱ δὲ λευκά<κα>νθον κα- λοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Spiraea filipendula (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
konuza
3.121.1 <κόνυζα>· ἡ μέν τις μικρὰ καλεῖται εὐωδεστέρα οὖσα, ἡ δὲ μείζων, ὑπερέχουσα τῷ θάμνῳ καὶ τοῖς φύλλοις, πλατυτέρα καὶ βαρύοσμος· ἀμφότεραι δὲ ἐοίκασι τοῖς φύλλοις ἐλαίᾳ, ἔστι δὲ δασέα ταῦτα καὶ λιπαρά· ὕψος δὲ τοῦ καυλοῦ ἡ μὲν μείζων δύο πήχεων ἔχει, ἡ δὲ ἐλάττων ποδός, ἄνθος ψαφαρόν, μήλι- νον, ὑπόπικρον, ἐκπαππούμενον, ῥίζαι ἄχρηστοι.
3.121.2 δύναται δὲ ὁ θάμνος σὺν τοῖς φύλλοις ὑποστρωννύμενος καὶ θυμιώμενος θηρία διώκειν καὶ κώνωπας ἀπελαύνειν· κτεί- νει δὲ καὶ ψύλλους. καταπλάσσεται δὲ τὰ φύλλα ὠφελίμως ἐπὶ ἑρπετοδήκτων καὶ φυμάτων καὶ τραυμάτων· καὶ σὺν οἴνῳ δὲ πίνεται τὸ ἄνθος καὶ τὰ φύλλα πρὸς καταμηνίων ἀγωγὴν καὶ ἐκβολὴν ἐμβρύων καὶ στραγγουρίαν καὶ στρόφους καὶ ἴκτε- ρον, μετ' ὄξους δὲ ἐπιλημπτικοὺς πινόμενα ὠφελεῖ· καὶ τὸ ἀφέ-
3.121.3 ψημα δὲ αὐτῶν ἐν ἐγκαθίσματι τὰ ἐν μήτρᾳ θεραπεύει. ὁ δὲ χυλὸς προστεθεὶς ἐκτρωσμοὺς ποιεῖ· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ῥίγη συγχριομένη ἡ πόα μετ' ἐλαίου. ἡ δὲ λεπτὴ καὶ κεφαλαλγίας καταπλασσομένη ἰᾶται. γίνεται δὲ καὶ τρίτον εἶδος κονύζης, καυλῷ παχύτερον καὶ μαλακώτερον, τοῖς δὲ φύλλοις μεῖζον τῆς λεπτῆς, ἔλασσον δὲ τῆς μείζονος, οὐ λιπαρόν, βαρυοσμότερον δὲ πολλῷ καὶ ἀηδέ- στερον καὶ ἀπρακτότερον. φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις.
____________________
RV: κόνυζα λεπτόφυλλος· οἱ δὲ κόνυζα μικρά, οἱ δὲ Πάνιος, οἱ δὲ λιβανωτίς, προφῆται Κρόνιος.
κόνυζα πλατύφυλλος· οἱ δὲ κόνυζα μεγάλη, οἱ δὲ κόνυζα αἱματῖτις, οἱ δὲ Δαναΐς, οἱ δὲ πανάκειον, οἱ δὲ φῦκος, οἱ δὲ ἰχθύς, οἱ δὲ δείνοσμος, προφῆται βρεφοκτόνος, οἱ δὲ ἀνουβιάς, οἱ δὲ †ἡδεαμιας, Αἰγύπτιοι κέτι, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ, οἱ δὲ μιλιτάρις μίνορ, οἱ δὲ πουλικάρια, οἱ δὲ φεβρεφούγια, οἱ δὲ φραγμώσα, οἱ δὲ μουστάρια, οἱ δὲ † κοπικολέδιου, οἱ δὲ πίκεμ.
____________________
Identifications proposées :
- Inula graveolens, Inula viscosa, Inula britannica (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Inule (konuza) : il y en a une espèce qualifiée de "petite", qui est la plus agréablement odorante, et une autre plus grande, supérieure <à la première> par la taille de la touffe et des feuilles, plus large et d'odeur forte ; toutes deux ressemblent pour les feuilles à l'olivier, mais les ont velues et collantes. La hauteur de la tige est chez la plus grande de deux coudées - (= 0,88 m) -, chez la petite, un pied - (= 0,29 m) - ; la fleur se désagrège facilement ; elle est jaune vif, un peu amère et se transforme en pappus ; les racines n'ont pas d'usage.
La touffe avec ses feuilles, en jonchée et en fumigation, a le pouvoir de chasser les reptiles et les moucherons ; elle tue aussi les puces. Les feuilles sont appliquées utilement sur les morsures de serpents, les tumeurs et les blessures. La fleur et les feuilles sont prises en boisson avec du vin pour faire venir les règles et expulser les foetus, contre la rétention d'urine, les coliques, la jaunisse ; absorbées avec du vinaigre, elles sont bonnes pour les épileptiques ; leur décoction est utilisée en bain de siège dans le traitement des affections utérines. Le suc en injection provoque les avortements. les feuilles en frictions avec de l'huile sont efficaces contre les refroidissements. L'espèce grêle, en applications, guérit aussi les maux de tête.
Il y a une troisième espèce d'inule, plus épaisse et plus tendre pour la tige et plus grande pour les feuilles que l'espèce grêle, mais plus petite que l'espèce la plus grande, non collante mais d'odeur beaucoup plus forte et plus désagréable, et moins efficace. Elle pousse dans les lieux humides. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
- 1) espèce grêle : Inula graveolens (L.) Desf.
- 2) espèce plus grande : Inula viscosa (L.) Aiton
- 3) espèce des lieux humides : Inula britannica L. (note Suzanne Amigues)
hêmerokalles
3.122.1 <ἡμεροκαλλές>, οἱ δὲ ἡμεροκατάλλακτον· φύλλα ἔχει καὶ καυλὸν ὅμοια κρίνῳ, χλωρὰ δὲ ὥσπερ πράσα· ἄνθη δὲ ἐπ' αὐτῷ τρία ἢ τέσσαρα, τὴν σχίσιν τῷ κρίνῳ ἐοικότα, ὅταν ἄρ- ξηται χάσκειν, τὴν δὲ χρόαν ἰσχυρῶς ὠχράν, ῥίζαν ὁμοίαν βολβῷ, εὐμεγέθη, ἥτις λεία ποθεῖσα καὶ σὺν μέλιτι ἐν ἐρίῳ προστε- θεῖσα πεσσός ἐστιν ὑδραγωγὸς καὶ αἱμαγωγός. τὰ δὲ φύλλα λεῖα καταπλασσόμενα φλεγμονὰς μαστῶν τὰς ἐκ τοκετῶν καὶ ὀφθαλμῶν πραΰνει· καταπλάσσεται δὲ ἡ ῥίζα ὠφελίμως καὶ τὰ φύλλα ἐπὶ τῶν πυρικαύτων.
____________________
RV: ἡμεροκαλλές· οἱ δὲ ἡμεροκατάλλακτον, οἱ δὲ κρί- νον ἄγριον, οἱ δὲ κρινάνθεμον, οἱ δὲ πορφυρανθές, οἱ δὲ βολ- βὸς ὁ ἐμετικός, οἱ δὲ ἀντικάνθαρον, Αἰγύπτιοι ἰοκρύ, Ῥωμαῖοι βούλβουμ, οἱ δὲ λίλιουμ ἀγρέστε, οἱ δὲ λίλιουμ μαρίνουμ, Ἄφροι ἀβοίβλαβον.
____________________
Identifications proposées :
- Lilium martagon (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
leukoion
3.123.1 <λευκόϊον> γνώριμον. ἔστι δ' αὐτοῦ διαφορὰ ἐν τῷ ἄνθει· ἢ γὰρ λευκὸν ἢ μήλινον ἢ πορφυροῦν εὑρίσκεται. εὔχρη- στον δὲ πρὸς τὴν ἐν ἰατρικῇ χρῆσιν τὸ μήλινον, οὗ τὰ ἄνθη ξηρὰ ἀποζεσθέντα εἰς ἐγκαθίσματα ποιεῖ πρὸς τὰς περὶ ὑστέ- ραν φλεγμονὰς καὶ ἀγωγὰς ἐμμήνων· ἀναλημφθέντα δὲ κηρωτῇ ῥαγάδας τὰς ἐν δακτυλίῳ θεραπεύει, σὺν μέλιτι δὲ ἄφθας. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐν οἴνῳ δραχμῶν δυεῖν πλῆθος ἢ προς- τεθεὶς σὺν μέλιτι ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει. αἱ δὲ ῥίζαι κατα- πλασθεῖσαι σὺν ὄξει στέλλουσι σπλῆνα καὶ ποδαγρικοὺς ὠφε- λοῦσιν.
____________________
RV: λευκόϊον· οἱ δὲ βασίλειον, Ῥωμαῖοι ὄπουλα ἄλβα, οἱ δὲ βίολα ἄλβα, οἱ δὲ αὐγουστέα, οἱ δὲ βίολα<μ> ματρωνά- λε<μ>, οἱ δὲ πασσαρίνα, οἱ δὲ πουλλικρούρα.
λευκόῒον θαλάσσιον, οἱ δὲ ἴον θαλάσσιον, Ῥωμαῖοι βίολα ἄλβα μαρίνα. δύναμιν δὲ ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ πρὸ αὐτῆς, οὐχ οὕτως δὲ ἐνεργές.
____________________
Identifications proposées :
- Matthiola incana (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
krataiogonon
3.124.1 <κραταιόγονον>· φύλλα ἔχει ὅμοια τοῖς τοῦ πυροῦ – πλείονες δὲ ἀπὸ μιᾶς ῥίζης φύονται βλαστοὶ γονατώδεις – καρπὸν δὲ ὅμοιον κέγχρῳ. φύεται δὲ ἐν συσκίοις καὶ φραγμώ- δεσιν ὡς ἐπὶ πολὺ τόποις, ἰσχυρῶς δριμύ. ἱστορεῖται δὲ ὑπό τινων ἡ πόσις τοῦ καρποῦ γυναῖκα ἀρ- σενοτόκον ποιεῖν, ἐάν τις μετὰ τὴν κάθαρσιν τῶν καταμηνίων πρὸ τοῦ πλησιάσαι νῆστις πίνῃ τρὶς τῆς ἡμέρας ὁλκὴν τριωβόλου μετὰ ὕδατος κυάθων δύο ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα· ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ πινέτω τὰς ἴσας ἡμέρας καὶ πλησιαζέτω.
____________________
RV: κραταιόγονον ἢ κραταίγονον, οἱ δὲ κραταίωνον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Polygonon persicaria (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
phullon
3.125.1 <φύλλον>· φύεται ἐν πέτραις· τὸ μὲν θηλυγόνον λεγό- μενον ὥσπερ βρύον, ἔχον χλωρότερον ἐλαίας τὸ φύλλον, καυλὸν δὲ λεπτόν, βραχύν, ῥίζαν λεπτήν, ἄνθος λευκόν, καρπὸν μικρὸν ὥσπερ μήκωνος. τὸ δὲ ἀρρενογόνον τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιον τῷ προειρημένῳ, καρπῷ δὲ διαφέρει· ἔχει γὰρ ὅμοιόν <τι> ἄρτι ἐξηνθηκυΐᾳ ἐλαίᾳ, βοτρυῶδες. λέγεται δὲ τὸ ἀρρενογόνον ποθὲν ἀρσενοτοκεῖν, τὸ δὲ θηλυ- γόνον θηλυτοκεῖν. ἱστορεῖ περὶ τούτων Κρατεύας· ἐμοὶ δὲ δοκεῖ τὰ τοιαῦτα μέχρις ἱστορίας ἐρεῖν.
____________________
RV: φύλλον· οἱ δὲ ἐλαιόφυλλον, οἱ δὲ καὶ βρυωνίαν καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Mercurialis perennis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Elle pousse dans les pierres. Celle qui s'appelle thelugonon est comme une mousse, avec une feuille plus claire que celle de l'olivier, une tige courte et délicate, une racine délicate, une fleur blanche et un fruit petit comme le pavot. Mais celle qui s'appelle arrenogonon, bien qu'étant en tout semblable la précédente, diffère par son fruit : il ressemble à une olive qui commence à fleurir et il est en grappe.
On dit que boire l’arrenogonon fait naître des garçons, et boire la thelugonon des filles. Cratevas en parle ainsi : à mon avis, de telles choses ne sont que des histoires.
RV. phullon. On l'appelle aussi elaiophullon ou bruônia. (trad. MC)
On dit que la "génitrice de garçons", en potion, détermine des naissances masculines, la "génitrice de filles", des naissances féminines. Cratévas donne des renseignements à ce sujet. Pour ma part, je crois devoir rapporter de tels on-dit jusqu'à ce que je sois renseigné. (trad. Suzanne Amigues)
orkhis
3.126.1 <ὄρχις>· οἱ δὲ κυνὸς ὄρχιν καλοῦσι. φύλλα ἔχει κατὰ γῆς ἐστρωμένα περὶ τὸν καυλὸν καὶ τὸν πυθμένα, ἐλαίᾳ μα- λακῇ ὅμοια, στενότερα δὲ καὶ μακρότερα, καυλὸν σπιθαμῆς τὸ μῆκος, ἐφ' ᾧ ἄνθη πορφυροειδῆ, ῥίζαν βολβοειδῆ, ἐπι- μήκη, διπλῆν, στενήν, ὡς ἐλαίαν, τὴν μὲν ἄνω, τὴν δὲ κατω- τέρω, καὶ τὴν μὲν πλήρη, τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν. ἐσθίεται δὲ ἡ ῥίζα ὡς βολβὸς ἑφθή.
3.126.2 καὶ περὶ ταύτης δὲ ἱστορεῖται τὴν μὲν μείζονα ῥίζαν ὑπ' ἀνδρῶν ἐσθιομένην ἀρρενογονεῖν, τὴν δὲ ἐλάττονα ὑπὸ γυναι- κῶν θηλυγονεῖν. προσιστορεῖται δ' ὅτι καὶ τὰς ἐν Θεσσαλίᾳ γυναῖκας τὸν μὲν ἁπαλὸν <βλαστὸν> μετὰ αἰγείου γάλακτος πο- τίζειν ὡς ἀφροδίσια συνιστάντα, τὸν δὲ ξηρὸν πρὸς ἐπίσχεσιν καὶ ἔκλυσιν τῶν ἀφροδισίων, ἀναλύεσθαί τε τὸν ἕτερον ὑπὸ τοῦ ἑτέρου ἐπιπινομένου. φύεται δὲ ἐν λιθώδεσι καὶ ἀμμώδεσι τόποις.
____________________
RV: σατύριον· οἱ δὲ ὄρχιν, οἱ δὲ κυνὸς ὄρχιν, οἱ δὲ ἱερόν, οἱ δὲ πριαπήϊον ἢ πριαπίσκος, οἱ δὲ μόριον, Ῥωμαῖοι νέρβιουμ Σατύρικουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Orchis papilionacea, Orchis longicruris (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
orkhis heteros
3.127.1 <ὄρχις ἕτερος>, ὃν σεραπιάδα ἔνιοι καλοῦσιν ὡς καὶ Ἀνδρέας διὰ τὸ πολύχρηστον τῆς ῥίζης. φύλλα ἔχει ἐοικότα πράσῳ, ἐπιμήκη, πλατύτερα δὲ καὶ λιπαρά, καυλὸν σπιθαμῆς, ἄνθη δὲ ὑποπόρφυρα. ῥίζα δὲ ὕπεστιν ὀρχιδίοις ὁμοία, ἥτις δύναμιν ἔχει καταπλασσομένη οἰδημάτων διασκεδαστικὴν καὶ ἑλκῶν ἀνακαθαρτικὴν καὶ ἕρπητος ἐφεκτικήν· ἀνασκευάζει δὲ καὶ σύριγγας καὶ τὰ φλεγμαίνοντα παρηγορεῖ καταπλασσομένη. ξηρὰ δὲ νομὰς ἵστησι καὶ σηπεδόνας καὶ τὰ ἐν στόματι κακοήθη ἰᾶται· ἵστησι δὲ καὶ κοιλίαν ἐν οἴνῳ ποθεῖσα. ἱστορεῖται δὲ καὶ περὶ ταύτης, ὅσα καὶ περὶ τῆς τοῦ κυνὸς ὄρχεως.
____________________
RV: σαραπιάς· οἱ δὲ ὄρχις, οἱ δὲ κυρίως ὄρχιν καλοῦ- σιν ὡς καὶ Ἀνδρέας διὰ τὸ πολύχρηστον τῆς ῥίζης.
____________________
Identifications proposées :
- Orchis morio (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
saturion
3.128.1 <σατύριον>· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν, ἐπειδὴ ὡς τὸ πολὺ φύλλα τρία φέρει ὡς ἐπὶ τὴν γῆν κεκλασμένα, λαπάθῳ ἢ κρίνῳ ὅμοια, ἐλάττονα μέντοι καὶ ἐνερευθῆ, καυλὸν δὲ ψιλόν, μαλακόν, ὡς πήχεως, ἄνθος κρινοειδές, λευκόν, ῥίζαν δὲ βολ- βοειδῆ, ὅσον μῆλον, πυρράν, τὰ δὲ ἐντὸς λευκὴν ὥσπερ ᾠόν, γευομένῳ γλυκεῖαν καὶ εὔστομον. ταύτην δεῖ πίνειν ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ πρὸς ὀπισθό- τονον καὶ συνουσίαν φασὶ παρορμᾶν.
3.128.2 λέγεται δὲ καὶ ἐρυθραϊκὸν σατύριον, ἔχον σπέρμα λινο- σπέρμῳ ἐμφερές, μεῖζον δὲ καὶ στίλβον καὶ λεῖον καὶ ῥωμα- λέον, ὅπερ ἱστορεῖται καὶ αὐτὸ συνουσίας ἐγείρειν ὥσπερ ὁ σκίγκος. ἔστι δὲ τῆς ῥίζης αὐτοῦ ὁ μὲν φλοιὸς ὕπισχνος καὶ πυρρός, τὸ δὲ ἔνδοθεν λευκόν, γευομένῳ εὔστομον καὶ γλυκύ. φύεται ἐν εὐηλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις. ἱστορεῖται δὲ ὅτι καὶ εἰς τὴν χεῖρα λημφθεῖσα ἡ ῥίζα ἐρεθίζει πρὸς ἀφροδίσια, σὺν οἴνῳ δὲ ποθεῖσα μᾶλλον.
____________________
RV: σατύριον ἕτερον· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν.
σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον· οἱ δὲ σατύριον ἐρυθραϊκόν, οἱ δὲ μῆλον τὸ ἐν ὕδασιν, οἱ δὲ ἐντατικόν, οἱ δὲ πριαπίσκον, οἱ δὲ σα- τυρίσκος, οἱ δὲ ὄρχις Σατύρου, Ῥωμαῖοι τεστίκουλουμ λέπορις.
____________________
Identifications proposées :
- Fritillaria graeca (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
horminon
3.129.1 <ὅρμινον>· πόα ἐστὶν ἐμφερὴς πρασίῳ τοῖς φύλλοις, καυλὸς δὲ τετράγωνος, ἡμιπηχυαῖος, περὶ ὃν ἐξοχαὶ ὅμοιαι λοβοῖς, ὡς ἐπὶ τὴν ῥίζαν νενευκυῖαι, ἐν αἷς σπέρμα διάφορον· ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ ἀγρίου στρογγύλον εὑρίσκεται <καὶ> φαιόν, ἐπὶ δὲ τοῦ ἑτέρου ἐπίμηκες καὶ μέλαν, οὗπερ καὶ ἡ χρῆσις. δοκεῖ δὲ καὶ τοῦτο σὺν οἴνῳ πινόμενον συνουσίαν παρορ- μᾶν. ἀποκαθαίρει δὲ σὺν μέλιτι ἄργεμα, λευκώματα, κατα- πλασθὲν δὲ μεθ' ὕδατος οἰδήματα διαφορεῖ καὶ σκόλοπας ἐπι- σπᾶται· καὶ ἡ πόα δὲ καταπλασθεῖσα τὰ αὐτὰ ποιεῖ. τὸ δὲ ἄγριον ἰσχυροτέραν ἔχει δύναμιν, ὅθεν μείγνυται καὶ συγχρίσμασι, μάλιστα δὲ τῷ γλευκίνῳ.
____________________
RV: ὅρμινον ἥμερον· Ῥωμαῖοι γεμινάλις, Δάκοι ὅρμεα.
____________________
Identifications proposées :
- Salvia horminum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hêdusaron
3.130.1 <ἡδύσαρον> τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον πελε- κῖνος· θάμνος ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ σπέρμα πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται, πικρὸν γευσαμένῳ, εὐστόμα- χον ποθέν· μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις. σὺν μέλιτι δὲ προς- τεθὲν πρὸ τῆς μείξεως ἀτόκιον εἶναι δοκεῖ. φύεται δὲ ἐν κρι- θαῖς καὶ πυροῖς.
____________________
Identifications proposées :
- Securigera securidaca (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'hêdusaron ou sécurigère (pelekinos) des parfumeurs : c'est une plante touffue, avec des folioles comme celles du pois chiche et des gousses semblables à de petites cornes, qui contiennent la graine rousse, en forme de hache à double tranchant (d'où le nom), de goût amer, bonne pour l'estomac en boisson ; elle entre aussi dans la composition d'antidotes. Mélangée à du miel et appliquée avant les rapports sexuels, elle passe pour contraceptive. La plante croît dans les orges et les blés. (trad. Suzanne Amigues)
onosma
3.131.1 <ὄνοσμα>· οἱ δὲ ὀσμάδα, οἱ δὲ φλονῖτιν, οἱ δὲ ὄνωνιν καλοῦσι. τὰ μὲν φύλλα ἔχει ὅμοια τοῖς τῆς ἀγχούσης, προμήκη, μαλακά, ὡς τετραδάκτυλα τὸ μῆκος, τὸ δὲ πλάτος δακτύλου, ἐπὶ γῆς κατεστρωμένα ἐμφερέστατα τοῖς τῆς ἀγχούσης. ἔστι δὲ ἄκαυλος καὶ ἄκαρπος καὶ ἀνανθής· ῥιζίον δὲ ὑπόμηκες ὕπε- στιν, ἀσθενές, λεπτόν, ἐνερευθὲς ἡσυχῆ. φύεται ἐν τραχέσι τόποις. τούτου τὰ φύλλα ἐν οἴνῳ ποθέντα ἔμβρυα ἄγει· φασὶ δὲ ὅτι κἂν ἔγκυος ὑπερβῇ τὴν πόαν, ἐκτιτρώσκει.
____________________
RV: ὄνοσμα ἢ ὄνωνις· οἱ δὲ φλονῖτιν, οἱ δὲ ὀνωνῖτιν καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Onosma echinoides (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
numphaia
3.132.1 <νυμφαία>· φύεται ἐν ἕλεσι καὶ ὕδασι στασίμοις. φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια κιβωρίῳ, μικρότερα δὲ καὶ ἐπιμηκέστερα, ποσῶς ὑπερέχοντα τοῦ ὕδατος, τὰ δὲ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ὕδατι, πλείονα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἄνθος δὲ λευκόν, ὅμοιον κρίνῳ, ἔχον κρο- κῶδες τὸ μέσον· ὅταν δὲ ἀπανθήσῃ, στρογγύλον, μήλῳ παρα- πλήσιον τῇ περιφερείᾳ γίνεται ἢ μήκωνος κεφαλῇ, μέλαν, ἐν ᾧ καρπὸς πλατύς, πυκνός, γευομένῳ γλίσχρος· ὁ δὲ καυλὸς λεῖος, οὐ παχύς, μέλας, ὅμοιος τῷ τοῦ κιβωρίου, ῥίζα μέλαινα, τρα- χεῖα, ῥοπαλοειδής, ἥτις τέμνεται φθινοπώρῳ.
3.132.2 ξηρὰ δὲ ποθεῖσα κοιλιακοὺς καὶ δυσεντερικοὺς ὠφελεῖ σὺν οἴνῳ καὶ σπλῆνα τήκει· καταπλάσσεται δὲ πρὸς στομάχου καὶ κύστεως ἀλγήματα ἡ ῥίζα καὶ ἀλφοὺς σμήχει σὺν ὕδατι, ἀλωπεκίας τε σὺν πίσσῃ ἐπιτεθεῖσα ἰᾶται. πίνεται δὲ ἡ ῥίζα καὶ πρὸς ὀνει- ρωγμούς· πραΰνει τε γὰρ τούτους ἀτονίαν τε ἐργάζεται αἰδοίου πρὸς ὀλίγας ἡμέρας, εἴ τις ἐνδελεχῶς πίνοι· ταὐτὰ δὲ ποιεῖ
3.132.3 καὶ τὸ σπέρμα ποθέν. δοκεῖ δὲ ὠνομάσθαι ἀπὸ νυμφῶν διὰ τὸ ἔνυδρον αὐτὴν φιλεῖν τόπον· εὑρίσκεται δὲ πολλὴ ἐν Ἤλιδι ἐπὶ τοῦ Ἀνίγρου ποταμοῦ καὶ τῆς Βοιωτίας ἐν Ἁλιάρτῳ. γίνεται καὶ ἄλλη νυμφαία, φύλλα ἔχουσα ὅμοια τῇ προει- ρημένῃ, ῥίζαν μέντοι λευκὴν καὶ τραχεῖαν, ἄνθος μήλινον, στίλ- βον, ὅμοιον ῥόδῳ. ποιεῖ δὲ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον ἐν οἴνῳ μέλανι πινόμενα. φύεται δὲ ἐν τοῖς περὶ Θεσσαλίαν τόποις κατὰ τὸν Πηνειὸν ποταμόν.
____________________
RV: νυμφαία.
νυμφαία ἄλλη· οἱ δὲ νυμφῶνα καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Nymphaea alba (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
androsakes
3.133.1 <ἀνδρόσακες>· γεννᾶται μὲν ἐν Συρίᾳ ἐν παραλίοις τό- ποις. πόα δ' ἐστὶ λευκή, λεπτόκαρφος, πικρά, ἄφυλλος, θυ- λάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος. δύναμιν δὲ ἔχει ποθεῖσα σὺν οἴνῳ δραχμῶν δυεῖν πλῆθος οὖρα πολλὰ ἐπὶ ὑδρωπικῶν ἄγειν· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τῆς πόας καὶ ὁ καρπὸς πινόμενος τὸ αὐτὸ ποιεῖ· καταπλάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ ποδαγρικῶν ὠφελίμως.
____________________
RV: ἀνδρόσακες· οἱ δὲ πικράδα, οἱ δὲ λεύκην, οἱ δὲ θαλασσίαν καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Acetabularia mediterranea (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'androsakes croît en Syrie sur le littoral. C'est une herbe blanche, à rameaux grêles comme des fétus de paille, amère, dépourvue de feuilles, dont la "tête" est surmontée d'un follicule qui enveloppe la graine. En boisson avec du vin à la dose de deux drachmes, c'est un diurétique puissant pour les hydropiques ; la décoction de la plante et le fruit en boisson ont le même effet. On l'utilise avec succès en cataplasmes pour les goutteux. (trad. Suzanne Amigues)
Pseudo-Dioscoride : androsakes, ou encore "herbe amère" , "herbe blanche", "herbe de mer". (trad. Suzanne Amigues)
asplênos
3.134.1 <ἄσπληνος>· οἱ δὲ σκολοπένδριον, οἱ δὲ ἡμιόνιον, οἱ δὲ σπλήνιον, οἱ δὲ πτέρυγα καλοῦσι. φύλλα ἔχει σκολοπένδρῳ τῷ θηρίῳ ὅμοια, πλείονα ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, φυόμενα ἐν πέτραις καὶ τοίχοις τοῖς ἀπὸ τῶν κοχλάκων παλισκίοις, ἄκαυλα, ἀνανθῆ, ἄκαρπα, ἐντετμημένα ὡς τὰ τοῦ πολυποδίου, κάτωθεν ὑπό- ξανθα καὶ δασέα, ἄνωθεν δὲ χλωρά.
3.134.2 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ἀποζεσθέντα σὺν ὄξει καὶ πινό- μενα ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα σπλῆνα τήκειν· δεῖ δὲ καὶ κατα- πλάσσειν τὸν σπλῆνα τοῖς φύλλοις λείοις σὺν οἴνῳ· βοηθεῖ καὶ στραγγουρίᾳ καὶ λυγμῷ καὶ ἰκτέρῳ καὶ λίθους τοὺς ἐν κύστει θρύπτει. δοκεῖ δὲ ἀτόκιον εἶναι καθ' ἑαυτὴν καὶ μετὰ ἡμιόνου ὁπλῆς περιαπτομένη· ἀσελήνου δὲ νυκτὸς <ἢ> ἡμέρας οὔσης φασὶ δεῖν αὐτὴν ὀρύσσειν εἰς ἀτόκιον.
____________________
Identifications proposées :
- Ceterach officinarum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
hêmionitis
3.135.1 <ἡμιονῖτις>, οἱ δὲ σπλήνιον· φύλλον ἀνίησιν ὅμοιον δρακοντίῳ, μηνοειδές, ῥίζαι δὲ ὕπεισι πολλαί, λεπταί· οὔτε δὲ καυλὸν οὔτε καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει. φύεται δὲ ἐν πετρώ- δεσι τόποις. γευσαμένῳ δὲ ἡ πόα στυπτική, σὺν ὄξει δὲ πο- θεῖσα τήκει σπλῆνα.
____________________
Identifications proposées :
- Scolopendrium hemionitis (Beck) : synonyme de Asplenium sagittatum
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
- Voir Imionîtis (Ibn al-Baytar)
anthullis
3.136.1 <ἀνθυλλίς>· δισσή. ἡ μὲν γάρ τις φακῷ παραπλήσια φύλλα ἔχει καὶ κλωνία σπιθαμῆς <τὸ> ὕψος, ὀρθὰ δὲ καὶ τὰ φύλλα μαλακά· ῥίζα δὲ λεπτή, μικρά. φύεται ἐν ὑφάμμοις τόποις καὶ εὐηλίοις, γευομένῳ ὕφαλμος. ἡ δ' ἑτέρα χαμαι- πίτυϊ τὰ φύλλα καὶ τὰ κλωνία ἔοικε, δασύτερα μέντοι καὶ βρα- χύτερα· τὸ δ' ἄνθος πορφυροῦν, βαρύοσμον ἰσχυρῶς, ῥίζα ὥσπερ κιχορίου.
3.136.2 δύναται δὲ ἰσχυρῶς δυσουροῦσι καὶ νεφριτικοῖς βοηθεῖν πινομένη πλῆθος δραχμῶν τεσσάρων. ἐκμαλάσσουσι δὲ φλεγ- μονὰς τὰς ἐν ὑστέρᾳ λεῖαι σὺν ῥοδίνῳ καὶ γάλακτι προστιθέ- μεναι· ἰῶνται δὲ καὶ τραύματα. ἡ δὲ τῇ χαμαιπίτυϊ ὁμοία μετὰ τῶν ἄλλων καὶ ἐπιλημπτικῶν βοήθημα σὺν ὀξυμέλιτι πινο- μένη.
____________________
RV: ἀνθυλλίς· οἱ δὲ ἄνθυλλον, οἱ δὲ ἀνθεμίδα, οἱ δὲ ἱεράνθεμις, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ὡράνθεμις, οἱ δὲ ἄνθος πεδινὸν καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι σωλάστρουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Cressa cretica, Ajuga iva (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Anthullis : il y en a deux espèces. L'une a des feuilles assez voisines de celles de la lentille et des rameaux d'un empan (= 22 cm) de hauteur ; ceux-ci sont dressés et les feuilles molles ; la racine est fine, petite ; la plante pousse dans des lieux sablonneux et bien ensoleillés ; elle a un goût un peu salé. L'autre espèce ressemble au "petit pin" (khamaipitus) par ses feuilles et ses rameaux, plus poilus cependant et plus courts ; la fleur est pourpre, d'odeur assez forte, la racine comme celle de la chicorée. (trad. Suzanne Amigues)
Cette deuxième espèce, voisine du "petit pin" et d'odeur forte, semble bien être Ajuga iva Schreb., l'ivette musquée. (note Suzanne Amigues)
anthemis
3.137.1 <ἀνθεμίς>· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιό- τητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι. ταύτης εἴδη τρία, ἄνθεσι μόνον διαφέροντα· κλῶνες σπιθαμιαῖοι, θαμνοειδεῖς, μασχάλας ἔχοντες πολλάς, φυλλάρια μικρά, λεπτά, κεφάλια περιφερῆ, ἔνδοθεν μὲν λευκὸν καὶ χρυσίζον ἀνθύλλιον ἔχοντα, ἔξωθεν δὲ περίκειται κυκλοτε- ρῶς λευκὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ <φυλλάρια> κατὰ μέγεθος πη- γάνου. φύεται δὲ ἐν τόποις τραχέσι καὶ παρὰ τὰς ὁδούς, συλ- λέγεται δὲ ἔαρος.
3.137.2 δύναμιν δὲ ἔχουσιν αἱ ῥίζαι καὶ τὰ ἄνθη καὶ ἡ βοτάνη θερ- μαντικήν, λεπτυντικήν· πινόμεναι δὲ καὶ ἐγκαθιζόμεναι ἄγουσι καταμήνια καὶ ἔμβρυα καὶ λίθους καὶ οὖρα· ποτίζονται δὲ καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις καὶ εἰλεούς, καὶ ἴκτερον δὲ ἀποκαθαί- ρουσι καὶ ἡπατικοὺς ἰῶνται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν εἰς πυρίας λαμβάνεται τὰς πρὸς κύστιν. πρακτικώτερον δὲ τοῖς λιθιῶσι τὸ πορφυρανθές, ὅπερ τοῖς ὅλοις ἐστὶ μεῖζον, ἰδίως ἠράνθεμον καλούμενον· τὸ λευκάνθεμον δὲ καλούμενον οὐρητι- κώτερον καὶ τὸ χρυσάνθεμον. θεραπεύουσι δὲ καὶ αἰγιλώ- πια καταπλασσόμεναι, διαμασώμεναι δὲ καὶ ἄφθας ἰῶνται.
3.137.3 χρῶνται δέ τινες καὶ συναλείμματι μετ' ἐλαίου λειοτριβοῦν- τες αὐτὴν πρὸς ἀνασκευὴν τῶν περιοδικῶν πυρετῶν. ἀπο- τίθεσθαι δὲ δεῖ τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη, ἕκαστον αὐτῶν κόπτον- τας ἰδίᾳ καὶ ἀναλαμβάνοντας <εἰς> τροχίσκους, τὴν δὲ ῥίζαν ξη- ραίνοντας· χρείας δὲ ἐπιγενομένης διδόναι ὁτὲ μὲν τοῦ ἄνθους τὸ διπλάσιον, ἓν δὲ τῆς βοτάνης ἢ τῆς ῥίζης, ὁτὲ δὲ τοὐναν- τίον τοῦ ἄνθους μέρος <ἕν>, τῆς δὲ βοτάνης δύο ἐναλλὰξ δι- πλασιάζοντας παρ' ἡμέραν· πίνειν δὲ δεῖ ἐν οἰνομέλιτι κεκρα- μένῳ.
____________________
RV: χαμαίμηλον· ..... Ῥωμαῖοι μάλιουμ, Ἄφροι ἀστιρ- τιφρό.
____________________
Identifications proposées :
- Anthemis sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
Anthemis : appelée aussi "fleur blanche" (leukanthemon), "fleur du printemps" (êranthemon) parce qu'elle fleurit au printemps, camomille (khamaimêlon, litt. "pomme (ou "coing" ?) nain" à cause de la ressemblance de son parfum avec celui des pommes (ou des coings ?), et encore "fleur à odeur de pomme" (ou "de coing" ?) (mêlanthemon), "beauté d'or" (khrusokallias), "beauté" (kallias). Il y en a trois espèces qui ne diffèrent que par leurs fleurs : les rameaux sont longs d'un empan (= 22 cm), touffus, garnis de nombreuses pousses axillaires, les feuilles petites, fines ; les capitules arrondis portent à l'intérieur une petite inflorescence -( blanche et)- tirant sur le jaune d'or, entourée à l'extérieur d'une couronne de petits pétales blancs, jaune vif ou pourpres, de la taille des feuilles de rue. Ces plantes poussent dans les lieux rocailleux et le long des chemins ; on les récolte au printemps. (trad. Suzanne Amigues)
parthenion
3.138.1 <παρθένιον>· οἱ δὲ ἀμάρακον, οἱ δὲ λευκάνθεμον καὶ τοῦτο καλοῦσι. φύλλα ἔχει κορίῳ ὅμοια, ἄνθη δὲ κύκλῳ λευκά, τὸ δὲ μέσον μήλινον, ὀσμῇ ὑπόβρωμον, τῇ δὲ γεύσει πικρίζον. δύναται δὲ ξηρὰ σὺν ὀξυμέλιτι ἢ σὺν ἁλσὶ ποθεῖσα ὡς τὸ ἐπίθυμον φλέγμα καὶ χολὴν ἄγειν κάτω καὶ τοὺς ἀσθματικοὺς ὠφελεῖ καὶ μελαγχολικούς. ἡ δὲ πόα χωρὶς τοῦ ἄνθους ὠφε- λίμως ἐπὶ λιθιώντων καὶ ἀσθματικῶν ποτίζεται, τὸ δὲ ἀφέ- ψημα αὐτῆς ἐγκάθισμα ὑστέρας ἐσκληρυσμένης καὶ φλεγμαι- νούσης. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ φλεγμο- νὰς σὺν τοῖς ἄνθεσιν.
____________________
RV: ἀμάρακον· οἱ δὲ ἀνθεμίς, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ χαμαίμηλον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίας, οἱ δὲ μαλάβαθρον, οἱ δὲ ἄνθος πεδινόν, Ῥωμαῖοι σῶλις ὄκουλουμ, οἱ δὲ μιλλεφόλιουμ, Θοῦσκοι καυτάμ, Ἄφροι θαμάκθ, Γάλλοι οὐίγνητα, Δάκοι δουώδηλα.
____________________
Identifications proposées :
- Chrysanthemum parthenium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La camomille (parthenion), appelée aussi amarakon ou leukanthemon, a les feuilles de la coriandre, des fleurs formant une couronne blanche autour d'un cœur jaune vif ; c'est une plante d'odeur un peu fétide et de goût assez amer. (trad. Suzanne Amigues)
bouphthalmon
3.139.1 <βούφθαλμον>, οἱ δὲ κάχλαν καλοῦσι. καυλὸν ἀνα- φέρει τρυφερόν, φύλλα δὲ μαράθῳ ὅμοια, ἄνθη μήλινα, μεί- ζονα τῆς ἀνθεμίδος, ὀφθαλμοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται. φύεται περὶ τὰς πόλεις. ταύτης τὰ ἄνθη λεῖα σὺν κηρωτῇ οἰδήματα καὶ σκληρίας διαχεῖ. φασὶ δὲ ὅτι ἐν βαλανείῳ μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τῆς μάκτρας πινόμενον εὔχροιαν περιποιεῖ πρὸς χρόνον τινὰ τοῖς ἰκτεριῶσιν.
____________________
RV: βούφθαλμον· οἱ δὲ βαλσαμίνη, προφῆται αἴλου- ρον, οἱ δὲ γόνος Ἑρμοῦ, οἱ δὲ γόνος ἄφθιτος, οἱ δὲ Μνησί- θεος, Ῥωμαῖοι λάππα κορωνάρια, Ἄφροι ναρότ.
____________________
Identifications proposées :
- Chrysanthemum coronarium (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
L'œil-de-bœuf (bouphthalmon), appelé aussi kakhla, présente une tige tendre, des feuilles de fenouil, des fleurs jaune vif, plus grandes que celles de l'anthémis, en forme d'œil, d'où le nom. Il pousse aux abords des villes. (trad. Suzanne Amigues)
- voir aussi helikhruson
glukusidê
3.140.1 <γλυκυσίδη>· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ Ἰδαίους δακτύ- λους, τὴν δὲ ῥίζαν παιωνίαν καλοῦσιν, ἄλλοι δὲ ἀγλαοφώτιδα. καυλὸς φύεται δισπίθαμος, παραφυάδας ἔχων πολλάς· φύλλα δὲ <ἔχει> ἡ μὲν ἄρρην βασιλικῇ καρύᾳ ὅμοια, ἡ δὲ θήλεια ἐπέ- σχισται τὰ φύλλα ὥσπερ σμύρνιον· λοβοὺς δέ τινας ἀνίησιν ἐπ' ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους, ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί, μικροί, ἐμφερεῖς τοῖς τῆς
3.140.2 ῥοᾶς, ἐν μέσῳ δὲ μέλανες, ἐμπόρφυροι, πέντε ἢ ἕξ. ῥίζα δὲ τῆς μὲν ἄρρενος περὶ δακτύλου πάχος, μῆκος δὲ σπιθαμῆς, γευομένῳ στύφουσα, λευκή· ἐπὶ δὲ τῆς θηλείας παραφυάδας ὥσπερ βαλάνους ἔχους<ιν> αἱ ῥίζαι ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ὥσπερ ἀσφόδελος. δίδοται δὲ ἡ ῥίζα γυναιξὶν ἐκ τοκετοῦ μὴ καθαιρομέναις καὶ καταμήνια ἄγει μέγεθος ἀμυγδάλου πινομένη, καὶ ταῖς κατὰ γαστέρα ὀδύναις βοηθεῖ ποθεῖσα ἐν οἴνῳ καὶ ἰκτερικοῖς καὶ νεφρι- τικοῖς καὶ κύστιν ἀλγοῦσι· καθεψηθεῖσα δὲ ἐν οἴνῳ καὶ πινομένη
3.140.3 κοιλίαν ἵστησι. τοῦ δὲ καρποῦ δέκα ἢ δώδεκα κόκκοι πυρροὶ ποθέντες ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ῥοῦν τὸν ἐρυθρὸν ἱστᾶσι, στομαχικοῖς τε καὶ δακνομένοις ἐσθιόμενοι βοηθοῦσι, καὶ ὑπὸ τῶν παιδίων πινόμενοι καὶ ἐσθιόμενοι ἀρχὰς λιθιάσεως παραι- τοῦνται· οἱ δὲ μέλανες καὶ πρὸς τοὺς ὑπὸ τῶν ἐφιαλτῶν πνι- γ<ομέ>νους καὶ πρὸς τὰς ὑστερικὰς πνίγας καὶ ὀδύνας μήτρας ἐν μελικράτῳ ἢ οἴνῳ, ὅσον δέκα πέντε κόκκοι πινόμενοι, ποιοῦσιν.
____________________
RV: παιωνία ἄρρην ἢ γλυκυσίδη· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ ὀροβάδιον, οἱ δὲ ὀροβάξ, οἱ δὲ αἱμαγωγόν, οἱ δὲ πασιθέη, οἱ δὲ μηνογένειον, οἱ δὲ μήνιον, οἱ δὲ παιώνιον, οἱ δὲ Πανὸς κέρατα, οἱ δὲ Ἰδαίους δακτύλους, οἱ δὲ ἀγλαοφώτιδα, οἱ δὲ θεο- δώρητον, οἱ δὲ σελήνιον, προφῆται σεληνόγονον, οἱ δὲ φθίσις, Ῥωμαῖοι κάστα.
παιωνία θήλεια· καὶ ταύτην ἀγλαοφώτιδα καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Paeonia sp. (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
lithospermon
3.141.1 <λιθόσπερμον>· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ ἐξώνυχον, οἱ δὲ Διὸς πυρόν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν διὰ τὴν περὶ τὸ σπέρμα ἰσχὺν καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ μαλακώτερα καὶ τὰ περὶ τὸν πυθμένα ἐπὶ γῆς κείμενα, κλωνία δὲ ὀρθά, λεπτά, πάχος ὀξυσχοίνου, στερεά, ξυλώδη, ἐπὶ δὲ τῶν ἄκρων αὐτῶν δίχηλος ἔκφυσις καυ- λοειδής, ἔχουσα φύλλα μικρά, παρ' οἷς σπέρμα λιθῶδες, στρογ- γύλον, λευκόν, ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον· φύεται ἐν τραχέσι τόποις καὶ ὑψηλοῖς. δύναμιν δὲ ἔχει τὸ σπέρμα μετ' οἴνου λευκοῦ πινόμενον λίθους θρύπτειν καὶ οὖρα ἄγειν.
____________________
RV: λιθόσπερμον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεόντιον, οἱ δὲ λίθος λεοντική, οἱ δὲ Γοργόνειον, οἱ δὲ Τανταλῖτις, οἱ δὲ Διὸς πυρόν, Ῥωμαῖοι κολουμβ<ίν>αμ, Δάκοι γουολῆτα.
____________________
Identifications proposées :
- Lithospermum officinale (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
phalêris
3.142.1 <φαληρίς>· καυλία ἀνίησιν ἐκ ῥιζῶν λεπτῶν καὶ ἀχρή- στων πολλά, διπάλαιστα, γονατώδη, καλαμοειδῆ, ἐοικότα τοῖς τῆς ζέας, ἰσχνότερα μέντοι καὶ γλυκέα τῇ γεύσει· καὶ τὰ φύλλα δὲ ὅμοια τοῖς τῆς ζέας, σπέρμα δὲ ἔπεστι μέγεθος κέγχρου, λευκόν, ὑπόμηκες. δύναμιν δὲ ἔχει ἡ πόα κοπτομένη καὶ χυλιζομένη δι' ὕδα- τος ἢ οἴνου πρὸς τὰ τῆς κύστεως ἀλγήματα πινομένη ποιεῖν· καὶ τοῦ σπέρματος δὲ μεθ' ὕδατος κοχλιαρίου πλῆθος πινό- μενον πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.
____________________
RV: φαληρόν· οἱ δὲ φαλήριον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Phalaris canariensis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
eruthrodanon
3.143.1 <ἐρυθρόδανον> ἢ ἐρευθέδανον, ἔνιοι δὲ τεύθριον κα- λοῦσι. ῥίζα ἐστὶν ἐρυθρά, βαφική· ἡ μέν τις ἀγρία, ἡ δὲ σπαρτή, ὡς ἐν Ῥαβέννῃ τῆς Ἰταλίας μεταξὺ ἑλῶν ὠφελίμως σπείρεται διὰ τὸ γίνεσθαι ἐκ τούτου πλείστην πρόσοδον. εἰσὶ δὲ αὐτοῦ οἱ καυλοὶ τετράγωνοι, μακροί, τραχεῖς, ὅμοιοι τοῖς τῆς ἀπαρίνης κατὰ πάντα, μείζονες δὲ καὶ ῥωμαλεώτεροι, ἔχον- τες ἐκ διαστημάτων τὰ φύλλα καθ' ἕκαστον γόνυ ὥσπερ ἀστέ- ρας ἐν κύκλῳ περικείμενα, καρπὸν στρογγύλον, τὰ πρῶτα χλω-
3.143.2 ρόν, εἶτα ἐρυθρόν, πεπαινόμενον δὲ μέλανα· ῥίζα λεπτή, μακρά, ἐρυθρά, διουρητική, ὅθεν ἰκτερικοῖς μετὰ μελικράτου πινομένη βοηθεῖ ἰσχιαδικοῖς τε καὶ παραλελυμένοις· ἄγει δὲ καὶ οὖρα πολλὰ καὶ παχέα, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ αἷμα· λούειν μέντοι δεῖ καθ' ἡμέραν τοὺς πίνοντας· θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ ὁ καυλὸς μετὰ τῶν φύλλων ποθείς· ὁ δὲ καρπὸς μετ' ὀξυμέλιτος πινόμενος σπλῆνα τήκει. προστεθεῖσα δὲ ἡ ῥίζα ἄγει ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα, θεραπεύει δὲ καὶ ἀλφοὺς λευκοὺς μετ' ὄξους καταχριομένη.
____________________
RV: ἐρυθρόδανον· οἱ δὲ ἐρευθέδανος ῥίζα, οἱ δὲ τεύ- θριον, οἱ δὲ δάρκανος, οἱ δὲ κιννάβαρις, Ῥωμαῖοι ῥούβια σα- τίβα, Θοῦσκοι λάππα μίνορ, Αἰγύπτιοι σωφοβί.
____________________
Identifications proposées :
- Rubia tinctorum, Rubia peregrina (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La garance : appelée eruthrodanon, ereuthedanon, parfois teuthrion. La racine est rouge et tinctoriale ; elle provient tantôt d'une plante sauvage, tantôt de semis, comme à Ravenne en Italie où l'on sème la garance dans l'intervalle des zones marécageuses, avec profit car c'est une culture d'un excellent rapport. Ses tiges sont quadrangulaires, longues, rudes, en tous points semblables à celles du gratteron (aparinê), mais plus grosses et plus fortes ; elles portent de place en place, à chaque nœud, les feuilles disposées en cercle, comme des étoiles, et un fruit rond, d'abord vert, puis rouge, et noir à la maturité. La racine est fine, longue, rouge, diurétique, ce qui fait que, prise avec de l'hydromel, elle est bonne pour la jaunisse, la sciatique et la paralysie ; elle fait venir des urines abondantes et épaisses, parfois même du sang, mais il faut des bains quotidiens aux malades qui prennent cette boisson. La tige avec ses feuilles est bonne, en boisson, pour les morsures d'animaux venimeux. Le fruit, pris avec du vinaigre au miel, fait fondre la rate. La racine, en application, fait venir les règles et expulse les fœtus ; en onctions avec du vinaigre, elle guérit également les dartres farineuses. (in extenso. - trad. Suzanne Amigues)
= Rubia tinctorum L. (note Suzanne Amigues)
____________________
RV: eruthrodanon : ou racine eruthedanos, ou teuthrion, ou darkanos, ou kinnabaris, chez les Romains rubia sativa, chez les Thouskoi lappa minor, chez les Egyptiens sôfobi.
lonkhitis
3.144.1 <λογχῖτις>· φύλλα ἔχει πράσῳ καρτῷ ὅμοια, πλατύ- τερα δὲ καὶ ὑπέρυθρα, πλεῖστα πρὸς τῇ ῥίζῃ, περικλώμενα ὡς ἐπὶ τὴν γῆν· ἔχει δὲ καὶ περὶ τὸν καυλὸν ὀλίγα, ἐφ' οὗ ἄνθη ὅμοια πιλίσκοις, τῷ τύπῳ δὲ κωμικοῖς προσωπείοις κεχηνόσι, μέλανα, λευκὸν δέ τι ἐξ αὐτῶν ἐξέχει ἀπὸ τοῦ χάσματος πρὸς τῷ κάτω χείλει ὥσπερ γλωσσάριον· τὸ σπέρμα δὲ ὅμοιον λόγχῃ, τρίγωνον, ἐν περικαρπίοις, ὅθεν καὶ τῆς ἐπωνυμίας ἠξιώθη, ῥίζα ὁμοία δαύκῳ. φύεται ἐν τραχέσι καὶ ἀνίκμοις τόποις. ταύτης ἡ ῥίζα διουρητικὴ πινομένη σὺν οἴνῳ.
____________________
RV: λογχῖτις· οἱ δὲ κέστρον ἢ Μέδουσα, Ῥωμαῖοι βε- νέρικαμ, οἱ δὲ λαγκίολα.
____________________
Identifications proposées :
- Serapias lingua (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
lonkhitis hetera
3.145.1.1 <λογχῖτις> ἑτέρα τραχεῖα· φύλλα ἀνίησιν ὅμοια σκολοπενδρίῳ, τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα. δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα τραυματικήν, ἀφλέγμαντον· τή- κει δὲ καὶ σπλῆνα μετ' ὄξους πινομένη.
____________________
RV: λογχῖτις ἑτέρα τραχεῖα· οἱ δὲ λογχῖτιν τραχεῖαν, Ῥωμαῖοι λογγίνα, οἱ δὲ καλαβρίνα.
____________________
Identifications proposées :
- Aspidium lonchitis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
althaia
3.146.1 <ἀλθαία>, ἣν ἔνιοι ἐβίσκον καλοῦσι, μολόχης ἐστὶν ἀγρίας εἶδος· ἔχει δὲ φύλλα περιφερῆ ὥσπερ κυκλάμινος, ἔγχνοα, ἄνθος ῥοδοειδές, καυλὸν δὲ πηχυαῖον, ῥίζαν δὲ γλίσχραν, λευκὴν ἔνδοθεν. ὠνόμασται δὲ ἀλθαία διὰ τὸ πολυαλθὲς καὶ πολύχρηστον αὐτῆς· ἑψηθεῖσα γὰρ ἐν μελικράτῳ ἢ οἴνῳ ἢ καθ' ἑαυτὴν κοπεῖσα ποιεῖ πρὸς τραύματα, παρωτίδας, χοιράδας, ἀποστήματα, μαστοὺς φλεγμαίνοντας, <φλεγμονὰς> δακτυλίου, θλάσματα, ἐμφυσήματα, συντάσεις νεύρων· διαφορεῖ γὰρ καὶ
3.146.2 ἐκπέσσει καὶ ῥήγνυσι καὶ ἀπουλοῖ. συμμαλαχθεῖσα δὲ ἑφθή, ὡς εἴρηται, στέατι ὑείῳ ἢ χηνείῳ καὶ τερεβινθίνῃ πρὸς ὑστέ- ρας φλεγμονὰς καὶ μύσεις ἐν προσθέματι ποιεῖ· καὶ τὸ ἀφέ- ψημα δὲ αὐτῆς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, ἄγον καὶ τὰ καλούμενα λοχεῖα. τὸ δὲ τῆς ῥίζης ἀφέψημα πινόμενον σὺν οἴνῳ ὠφελεῖ δυσου- ροῦντας, λιθιῶντας, [ὠμότητας] ἰσχιαδικούς, δυσεντερικούς, τρο- μώδεις, ῥηγματίας, καὶ πόνους ὀδόντων πραΰνει σὺν ὄξει ἀφε-
3.146.3 ψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη. ὁ δὲ καρπὸς χλωρός τε καὶ ξηρὸς λεῖος καταχρισθεὶς σὺν ὄξει ἐν ἡλίῳ σμηκτικός ἐστιν ἀλφῶν, μετ' ὀξελαίου δὲ σύγχρισμα προφυλακτικὸν ἰοβόλων· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς δυσεντερίαν, αἵματος ἀναγωγήν, διάρροιαν. τὸ δὲ ἀφέ- ψημα τοῦ σπέρματος πινόμενον καὶ πρὸς μελισσῶν καὶ τῶν λεπτῶν θηρίων πληγὰς πάντων ἐν ὀξυκράτῳ ποθὲν ἢ ἐν οἴνῳ· καὶ τὰ φύλλα δὲ μετ' ἐλαίου ὀλίγου καταπλάσσεται ἐπὶ τῶν δηγμάτων καὶ ἐπὶ πυρικαύτων. πήγνυσι δὲ ἡ ῥίζα καὶ ὕδωρ μιγεῖσα λεία καὶ συνεξαιθριασθεῖσα.
____________________
RV: ἀλθαία· οἱ δὲ ἀλθίσκον, οἱ δὲ μαλάχη ἀγρία, Ῥωμαῖοι ἐβίσκουμ.
____________________
Identifications proposées :
- Althaea officinalis (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La guimauve (litt. "la guérisseuse", althaia), appelée parfois ébiskos, est une sorte de mauve sauvage. Elle a des feuilles arrondies comme le cyclamen, duveteuses, une fleur rose, une tige d'une coudée -(= 0,44 m) -, une racine visqueuse, blanche à l'intérieur. Elle porte le nom d'althaia parce qu'elle guérit de nombreux maux (polualthes) et qu'elle a de nombreux usages... La racine fige l'eau à laquelle on l'a mélangée réduite en poudre, après exposition du mélange au grand air. (trad. Suzanne Amigues)
= Althaea officinalis L. (note Suzanne Amigues)
alkaia
3.147.1 <ἀλκαία>· καὶ αὕτη εἶδός ἐστιν ἀγρίας μολόχης, ἔχουσα φύλλα ἐπεσχισμένα πρὸς τὰ τῆς ἱερᾶς βοτάνης, καυλοὺς τρεῖς ἢ τέσσαρας, φλοιὸν ἔχοντας καννάβει παραπλήσιον, ἄνθος μικρόν, ἐμφερὲς ῥόδῳ, ῥίζας λευκάς, πλαγίας, πέντε ἢ ἕξ, ὅσον πήχεως, αἵτινες ἐν οἴνῳ ἢ ὕδατι πινόμεναι δυσεντερίαν καὶ ῥήγματα ἰῶνται.
____________________
Identifications proposées :
- Malope malacoides (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
____________________
La "secourable" (alkaia) : c'est encore une espèce de mauve sauvage, qui a des feuilles découpées à l'image de celles de la verveine, trois ou quatre tiges couvertes d'une écorce assez voisine de celle du chanvre, une fleur petite qui fait penser à une rose, des racines blanchès, obliques (plagias dans certains mss.) / étalées (plateias dans les autres), au nombre de cinq ou six, longues d'environ une coudée, qui, prises en boisson dans un vin ou de l'eau, guérissent la dysenterie et les lésions. (in extenso.- trad. Suzanne Amigues)
Les feuilles profondément incisées et la fleur petite ne conviennent pas pour la rose trémière (Alcea rosea L.). Le dictionnaire de Liddell-Scott-Jones propose - avec raison semble-t-il - Malva moschata L. (trad. Suzanne Amigues)
kannabis
3.148.1 <κάνναβις>· φυτὸν εὔχρηστον τῷ βίῳ πρὸς τὰς τῶν εὐτονωτάτων σχοινίων πλοκάς. φύλλα δὲ φέρει παραπλήσια τῇ μελίᾳ, δυσώδη, καυλοὺς μακρούς, κενούς, καρπὸν στρογγύ- λον, ἐσθιόμενον, ὃς πλείων βρωθεὶς σβέννυσι γονήν· χλωρὸς δὲ χυλισθεὶς ἁρμόζει πρὸς τὰς τῶν ὤτων ἀλγηδόνας ἐνσταζό- μενος.
____________________
RV: κάνναβις ἥμερος· οἱ δὲ καννάβιον, οἱ δὲ σχοινιό- στροφον, οἱ δὲ ἀστέριον, Ῥωμαῖοι κάνναβεμ.
____________________
Identifications proposées :
- Cannabis sativa (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
kannabis agria
3.149.1 ἡ δὲ <ἀγρία κάνναβις> ῥαβδία φέρει ὅμοια τοῖς τῆς πτελέας, μελάντερα δὲ καὶ μικρότερα, τὸ ὕψος πήχεως· τὰ φύλλα ὅμοια τῇ ἡμέρῳ, τραχύτερα δὲ καὶ μελάντερα, ἄνθη ὑπέ- ρυθρα, λυχνίδι ἐμφερῆ, σπέρμα δὲ καὶ ῥίζα ὅμοια τῇ ἀλθαίᾳ. δύναται δὲ ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα ἑφθὴ φλεγμονὰς παρη- γορεῖν καὶ πώρους διαχεῖν· καὶ ὁ ἀπ' αὐτῆς δὲ φλοιὸς εὐθετεῖ εἰς πλοκὴν σχοινίων.
____________________
RV: κάνναβις ἀγρία· οἱ δὲ ὑδράστινα, Ῥωμαῖοι τερ- μινάλις.
____________________
Identifications proposées :
- Althaea cannabina (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
anaguros
3.150.1 <ἀνάγυρος>· οἱ δὲ ἀνάγυριν, οἱ δὲ ἄκοπον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ, δενδρώδης, βαρύοσμος ἰσχυρῶς· ἄνθος κράμβῃ ἐοικός, καρπὸς ἐν κερατίοις μακροῖς, τὸ σχῆμα νεφρῶν, ποικίλος, στερεός· σκληρύνεται δὲ περὶ τὸν τῆς σταφυλῆς πεπασμόν.
3.150.2 ταύτης τὰ φύλλα ἁπαλὰ καταπλασσόμενα λεῖα οἰδήματα στέλλει· ποτίζεται δὲ δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ἐν γλυκεῖ πρὸς ἆσθμα καὶ ἐκβολὴν χορίου καὶ ἐμβρύου καὶ ἐμμήνων, πρὸς δὲ φαλαγγίων πληγὰς σὺν οἴνῳ. ἔστι δὲ καὶ περίαπτον δυστο- κούσαις· δεῖ μέντοι μετὰ τὸ τεκεῖν εὐθέως ἀφελόντα ῥίπτειν τὸ περίαμμα. τῆς δὲ ῥίζης ὁ φλοιὸς διαφορεῖ καὶ ἐκπέσσει· ὁ δὲ καρπὸς ἐσθιόμενος ἔμετον συντόνως κινεῖ.
____________________
RV: ὀνόγυρος· οἱ δὲ ἀνάγυριν, οἱ δὲ ἄκοπον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Anagyris foetida (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- Anagyris foetida (García Valdés)
____________________
L'anagyre (anaguros), appelée aussi anaguris ou akopos, est un buisson dont les feuilles et les rameaux se rapprochent un peu de ceux du gattilier (agnos), arborescent, d'odeur très forte ; il a une fleur qui ressemble à celle du chou, un fruit dans de longues gousses courbes, réniforme, tacheté, ferme. Il durcit à l'époque où le raisin mûrit. (trad. Suzanne Amigues)
Ses feuilles jeunes, écrasées et appliquées en emplâtre, réduisent les inflammations. On en donne un drachme à boire dans du jus de raisin contre l'asthme et pour expulser le placenta, le foetus et les règles ; ou dans du vin contre les morsures de tarentule. C'est aussi une amulette que les femmes dont l'accouchement est difficile s'attachent autour du cou, mais il faut jeter l'amulette immédiatement après l'accouchement. L'écorce de la racine évacue et digère. Le fruit est un émétique violent si on le mange. (trad. Michel Chauvet)
kêpaia
3.151.1 <κηπαία>· ἐμφερής ἐστιν ἀνδράχνῃ, μελάντερα δὲ ἔχει τὰ φύλλα, ῥίζαν λεπτήν. βοηθεῖ δὲ τὰ φύλλα πινόμενα σὺν οἴνῳ στραγγουριῶσι καὶ ψωριῶσι τὴν κύστιν· μάλιστα δὲ ποιεῖ <ἡ ῥίζα ἐν γλυκεῖ> μετὰ ἀφεψήματος ῥιζῶν ἀσπαράγου τοῦ μυακάνθου καλουμένου πινομένη.
____________________
Identifications proposées :
- Sedum cepaia (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
alisma
3.152.1 <ἄλισμα>· οἱ δὲ δαμασώνιον καλοῦσιν, οἱ δὲ λύρον. φύλλα μὲν ἔχει ἀρνογλώσσῳ ὅμοια, στενότερα δὲ καὶ ἐπὶ γῆν κλώμενα· καυλὸς δὲ λεπτός, ἁπλοῦς, ὑπὲρ πῆχυν, ἔχων κεφά- λιον θυρσοειδές, ἄνθη [λευκά] λεπτά, ὕπωχρα, ῥίζαι ὡς μέλα- νος ἑλλεβόρου λεπταί, εὐώδεις, δριμεῖαι, ὑπολίπαροι. ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία.
3.152.2 ἁρμόζει δὲ ἡ ῥίζα πινομένη σὺν οἴνῳ δραχμῆς μιᾶς ἢ δυεῖν ὁλκὴ πρὸς λαγωὸν θαλάσσιον καὶ φρῦνον καὶ ὄπιον· παύει καὶ στρόφους καὶ δυσεντερίαν καθ' ἑαυτὴν καὶ σὺν ἴσῳ δαύκῳ πινο- μένη, ἁρμόζει καὶ σπάσμασι καὶ πρὸς τὰ ὑστερικὰ πάθη. ἡ δὲ πόα ἵστησι κοιλίαν καὶ ἔμμηνα κινεῖ καὶ οἰδήματα κατα- πλασθεῖσα πραΰνει.
____________________
RV: ἄλισμα· οἱ δὲ δαμασώνιον, οἱ δὲ ἄσκυρον, οἱ δὲ λύρον καλοῦσιν.
____________________
Identifications proposées :
- Alisma plantago, Alisma arcuatum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
onobrukhis
3.153.1 <ὀνοβρυχίς>· τὰ μὲν φύλλα ἔχει ὅμοια φακῷ, μικρῷ μακρότερα, καυλὸν σπιθαμιαῖον, ἄνθος φοινικοῦν, ῥίζαν μικράν· φύεται δὲ ἐν καθύγροις καὶ ἀργοῖς τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει ἡ πόα ἐπιπλασθεῖσα λεία διαχεῖν φύματα· μετ' οἴνου δὲ πινομένη στραγγουρίαν θεραπεύει, σὺν ἐλαίῳ δὲ ἀλειφομένη ἱδρῶτας κινεῖ.
____________________
RV: ὀνοβρυχίς· οἱ δὲ ὀνοβρόχειλος, οἱ δὲ ἐσχασμένη, οἱ δὲ ὑπερικόν, οἱ δὲ κόριον, οἱ δὲ χαμαίπιτυν, Ῥωμαῖοι ὀπτάτα, οἱ δὲ βραχιολάτα, οἱ δὲ ἰωνία, οἱ δὲ ἰουγκινάλεμ, Δάκοι ἀνιαρσεξέ.
____________________
Identifications proposées :
- Onobrychis caput-galli, Onobrychis viciifolia (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
huperikon
3.154.1 <ὑπερικόν>· οἱ δὲ ἀνδρόσαιμον, οἱ δὲ κόριον, οἱ δὲ χαμαίπιτυν διὰ τὸ τὴν περὶ τὸ σπέρμα ὀσμὴν ἐοικέναι ῥητίνῃ πιτυΐνῃ. φύλλα ἔχει πηγάνῳ ὅμοια· θάμνος φρυγανοειδής, σπι- θαμιαῖος, ὑπέρυθρος, ἄνθος <ἔχων> λευκοΐῳ ὅμοιον, λοβὸν δὲ ὑπόδασυν, προμήκη ἐν τῷ περιφερεῖ, μέγεθος κριθῆς, ἐν ᾧ σπέρμα μέλαν ῥητίνης ὄζον. φύεται δὲ ἐν ἐργασίμοις καὶ τρα- χέσι χωρίοις.
3.154.2 δύναμιν δὲ ἔχει διουρητικὴν καὶ ἐμμήνων ἀγωγὸν προστι- θέμενον, τεταρταϊκούς τε ἀπαλλάσσει μετ' οἴνου πινόμενον. θεραπεύει δὲ καὶ ἰσχιάδας ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα τὸ σπέρμα πινόμενον, τὰ δὲ φύλλα σὺν τῷ σπέρματι καταπλασθέντα ἰᾶται κατακαύματα.
____________________
RV: πήγανον ἄγριον· οἱ δὲ ὑπερικόν, οἱ δὲ ἀνδρόσαι- μον, οἱ δὲ κόριον, οἱ δὲ χαμαίπιτυν, Ῥωμαῖοι ἰνφεριάλις, οἱ δὲ σαγγουινάλις, οἱ δὲ ἀρουνδινάλεμ, οἱ δὲ ῥοῦταμ ἀγρέστεμ, οἱ δὲ ῥοῦτα ἀκουάτικα, οἱ δὲ μίουμ, Ἄφροι χουρμασεμμακέδ.
____________________
Identifications proposées :
- Hypericum crispum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
askuron
3.155.1 <ἄσκυρον>· οἱ δὲ ἀσκυροειδές, οἱ δὲ ἀνδρόσαιμον. καὶ τοῦτο εἶδός ἐστιν ὑπερικοῦ μεγέθει διαφέρον, κλωσὶ μεῖζον, φρυγανωδέστερον δὲ καὶ πεφοινιγμένον· ἄνθη δὲ μήλινα φέρει, καρπὸν ὅμοιον ὑπερικῷ, ὄζοντα ῥητίνης καὶ ἐν τῷ παρατρι- βῆναι οἱονεὶ αἱμάσσοντα τοὺς δακτύλους, ὡς διὰ τοῦτο ἀνδρό- σαιμον καλεῖσθαι. ποιεῖ δὲ καὶ ὁ τούτου καρπὸς πρὸς ἰσχιάδας πινόμενος μεθ' ὑδρομέλιτος κοτυλῶν δυεῖν· ἄγει δὲ χολώδη καὶ κόπρια πολλά· συνεχῶς δὲ δεῖ διδόναι, ἄχρι ἂν ὑγιασθῶσι. ποιεῖ καὶ πρὸς πυρίκαυτα ἐπιπλασθεῖσα.
____________________
RV: ὑπερικόν· οἱ δὲ ἄσκυρον, οἱ δὲ ἀσκυροειδές, οἱ δὲ ἀνδρόσαιμον.
____________________
Identifications proposées :
- Hypericum perforatum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
androsaimon
3.156.1 <ἀνδρόσαιμον>· οἱ δὲ Διονυσιάδα, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἄσκυρον καλοῦσι. διαφέρει δὲ τοῦ ὑπερικοῦ καὶ τοῦ ἀσκύρου θάμνος ὢν λεπτόκαρφος, φρυγανώδης, πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία· φύλλα τριπλασίονα πηγάνου, ἃ τριφθέντα οἰνώδη χυλὸν ἀνίησι, μασχάλας τε ἔχει πλείονας ἐπ' ἄκρῳ τεταρσωμένας, περὶ ἃς
3.156.2 ἀνθύλλια μικρά, μήλινα· καρπὸς ἐν κάλυκι ὅμοιος τῷ τῆς μελαί- νης μήκωνος, οἱονεὶ κατάγραφος· ἀνατριφθεῖσα δὲ ἡ κόμη ῥητι- νώδη ὀσμὴν προσδίδωσι. καὶ τούτου ὁ καρπὸς λεῖος δραχμῶν δυεῖν ὁλκὴ ποθεὶς ἄγει χολώδη καὶ κόπρια. θεραπεύει δὲ μάλιστα ἰσχιάδας· δεῖ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν ὕδατος ἐπιρροφεῖν <ὀλίγον>· καὶ πυρί- καυτα δὲ ἡ πόα καταπλασθεῖσα θεραπεύει καὶ αἷμα ἐπέχει.
____________________
Identifications proposées :
- Hypercium perfoliatum (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
koris
3.157.1.1 <κόρις>· οἱ δὲ καὶ τοῦτο ὑπερικὸν καλοῦσι. φύλλον ἔχει παραπλήσιον τῷ τῆς ἐρείκης, μικρότερον δὲ καὶ λιπαρώ- τερον καὶ ἐρυθρόν· θάμνος δὲ σπιθαμιαῖος, εὔστομος, δριμύς, εὐώδης. τούτου ὁ καρπὸς πινόμενος οὖρα καὶ καταμήνια ἄγει· βοη- θεῖ καὶ φαλαγγιοδήκτοις καὶ ἰσχιαδικοῖς καὶ ὀπισθοτονικοῖς σὺν οἴνῳ πινόμενος, πρὸς δὲ ῥίγη σὺν πεπέρει· ἐπὶ δὲ ὀπισθο- τονικῶν καὶ σύγχρισμα σὺν ἐλαίῳ ἁρμόδιον.
____________________
Identifications proposées :
- Hypericum empetrifolium, Hypericum coris (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)
khamaipitus
3.158.1 <χαμαίπιτυς>, ἣν ἔνιοι ἐν Πόντῳ ὁλόκυρον καλοῦσιν, ἐν δὲ Εὐβοίᾳ σιδηρῖτιν, Ἀθήνησι δὲ ἰωνιάν. πόα ἕρπουσα ἐπὶ γῆς, ὑπόκυρτος· φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια ἀειζῴῳ <τῷ> μικρῷ, λεπτότερα δὲ καὶ λιπαρώτερα καὶ δασέα, πυκνὰ περὶ τοὺς κλάδους, ὀσμὴν ἔχοντα πίτυος, ἄνθη δὲ λεπτά, μήλινα, ῥίζαν δὲ ὡς κιχόριον. ταύτης τὰ φύλλα πινόμενα μετ' οἴνου ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ ἴκτερον θεραπεύει, ἐπὶ δὲ ἡμέρας τεσσαράκοντα ἰσχιάδα ἰᾶται μεθ' ὑδρομέλιτος πινόμενα. δίδοται δὲ καὶ ἡπατικοῖς καὶ δυσουροῦσι καὶ νεφριτικοῖς, ἰδίως ἁρμόζοντα καὶ στροφου-
3.158.2 μένοις. χρῶνται δὲ αὐτῇ καὶ οἱ ἐν Ἡρακλείᾳ τῇ Ποντικῇ ὡς ἀντιδότῳ, καὶ πρὸς ἀκόνιτον ποτίζοντες τὸ ἀφέψημα· καὶ κατα- πλάσσεται δὲ πρὸς τὰ προειρημένα μετὰ ἀλφίτων δεδευμένων τῷ ἀφεψήματι τῆς πόας. λεανθεῖσα δὲ σὺν σύκοις καὶ ἀντὶ καταποτίου διδομένη μαλάσσει κοιλίαν, μετὰ λεπίδος δὲ καὶ ῥητίνης ἀναλημφθεῖσα καθαίρει. ἄγει δὲ καὶ τὰ ἀπὸ ὑστέρας προστεθεῖσα σὺν μέλιτι, διαφορεῖ καὶ σκληρίας μαστῶν καὶ τραύματα κολλᾷ καὶ ἕρπητας ἐπέχει μετὰ μέλιτος καταπλας- σομένη.
3.158.3 ἔστι δὲ καὶ <ἑτέρα χαμαίπιτυς>, κλάδους ἔχουσα πηχυαίους, ἀγκυροειδεῖς, λεπτοκάρφους, κόμην δὲ ἐοικυῖαν τῇ πρὸ αὐτῆς καὶ ἄνθος, σπέρμα δὲ μέλαν· ὄζει δὲ καὶ αὕτη πίτυος. καὶ <τρίτη> τίς ἐστιν ἄρρην καλουμένη· ἔστι δὲ βοτάνιον ἔχον φυλ- λάρια λεπτά, λευκά, δασέα, καυλὸν δὲ τραχύν, λευκόν, ἀνθύλλια μήλινα, σπερμάτια δὲ παρὰ τὰς μασχάλας· ὄζει δὲ καὶ τοῦτο πίτυος. δύναμιν δὲ ἔχουσι καὶ αὗται ὁμοίαν τῇ προειρημένῃ, οὐ μὴν οὕτως πρακτικήν.
____________________
RV: χαμαίπιτυς· οἱ δὲ πιτυόρυσις, οἱ δὲ ὁλοόζηλον, οἱ δὲ ὁλόκυρον, οἱ δὲ βρυωνία ἀγρία, οἱ δὲ Ἀθήνησιν ἰωνιάν, ἐν δὲ Εὐβοίᾳ σιδηρῖτιν, προφῆται αἷμα Ἀθηνᾶς, Ῥωμαῖοι κυ- πρέσσουμ, οἱ δὲ σῆμεν τέρραι, Δάκοι χόδελα.
____________________
Identifications proposées :
- Ajuga chamaepitys (Beck)
- (Aufmesser)
- (Berendes)
- (García Valdés)